– Και δεν κάμνομεν άσχημα. – Ας εξακολουθήσωμεν λοιπόν την εκκαθάρισιν και έρχεται τώρα η σειρά των ρυθμών, ώστε, συμφώνως με όσα είπαμεν περί των αρμονιών, να μην επιδιώκωμεν και εις αυτούς την ποικιλίαν και την πολλαπλότητα των μετρικών βάσεων, αλλά να ζητήσωμεν να εύρωμεν ποίοι είναι οι ρυθμοί του κοσμίου και γενναίου βίου, και αφού τους εύρωμεν, να προσαρμόσωμεν τας βάσεις και το μέλος προς τους λόγους, και όχι τους λόγους προς την βάσιν και το μέλος. Ποίοι δε είναι αυτοί οι ρυθμοί, περιμένομεν να το μάθωμεν από σένα, όπως και τας αρμονίας.
– Μα την αλήθειαν, δεν ημπορώ να σου απαντήσω· ό,τι μόνον γνωρίζω είναι ότι υπάρχουν τρία είδη από τα οποία συναπαρτίζονται αι βάσεις, όπως τέσσαρα είδη φθόγγων από τα οποία προέρχονται όλαι αι αρμονίαι· ποία όμως ημπορούν να μιμηθούν τον ένα και ποία τον άλλον τρόπον του βίου, δεν είμαι εις θέσιν να το γνωρίζω.
– Αλλ' εις αυτό ημπορούμεν να ζητήσωμεν και την γνώμην του Δάμωνος, ποίαι βάσεις είναι κατάλληλοι να εκφράσουν τους ταπεινούς, τους ανελευθέρους, τους προστύχους, τους παραφόρους και όλους εν γένει τους κακούς χαρακτήρας, και ποίους ρυθμούς πρέπει να λαμβάνωμεν διά τους αντιθέτους· νομίζω δε ότι τον ήκουσα να ομιλή, όχι και πολύ σαφώς, περί τινος ρυθμού, τον οποίον ωνόμαζε σύνθετον ενόπλιον, και δάκτυλον, και ηρώον, και τον οποίον δεν γνωρίζω πώς συνέθετε με ίσην άρσιν και θέσιν και από μακράς και βραχείας συλλαβάς· και ένα άλλον πάλιν, ίαμβον, μου φαίνεται, και τροχαίον, εις τον οποίον απέδιδεν επίσης μακράς και βραχείας συλλαβάς· ακόμη νομίζω τον ήκουσα να επαινή ή και να ψέγη την ρυθμικήν αγωγήν του ενός ή του άλλου ποδός, όχι ολιγώτερον από τους ιδίους ρυθμούς, ή μαζί κάποτε και τα δύο, διότι δεν είμαι εις θέσιν να ειπώ ακριβώς. Αλλ' ας τα αναβάλωμεν αυτά να τα συζητήσωμεν, καθώς είπα, με τον Δάμωνα· διότι απαιτείται όχι ολίγος χρόνος να τα διευκρινήσωμεν ή έχεις άλλην γνώμην; – Καθόλου.
– Αυτό όμως τουλάχιστον ημπορείς να το γνωρίζης, ότι την μεν ευρυθμίαν παρακολουθεί η εντύπωσις της ωραιότητος, απεναντίας δε την αρρυθμίαν η εντύπωσις της ασχημίας. – Πώς όχι: – Αλλ' όμως η ωραιότης του ρυθμού, καθώς και της αρμονίας, παρακολουθεί συνήθως και εξομοιούται με την ωραιότητα των λόγων, όπως και το εναντίον, αφού είπαμεν προηγουμένως ότι ο ρυθμός και η αρμονία έγιναν διά τους λόγους, και όχι οι λόγοι δι’ αυτά. – Πράγματι πρέπει να ακολουθούν τον λόγον. – Αλλά ο λεκτικός τρόπος, καθώς και ο ίδιος ο λόγος, δεν παρακολουθεί το ήθος της ψυχής; – Πώς όχι; – Όλα δε τα άλλα τον λόγον; – Ναι. – Επομένως η ωραιότης και η αρμονία, η χάρις και η ευρυθμία του λόγου παρακολουθούν την ευήθειαν και δεν εννοώ με αυτήν την λέξιν την μωρίαν, την οποίαν ονομάζουν κατ' ευφημισμόν ευήθειαν, αλλά τον χαρακτήρα εκείνον της ψυχής, της οποίας είναι καλά και ωραία τα ήθη. – Αληθώς. – Αυτά λοιπόν δεν πρέπει παντού και πάντοτε να επιδιώκουν οι νέοι μας, αν θέλουν να εκπληρώσουν τον προορισμόν των; – Αναμφιβόλως. – Είναι δε και τα κοινά, ως γνωστόν, χαρακτηριστικά της ζωγραφικής και των συγγενών τεχνών, της υφαντικής και της ποικιλτικής και της αρχιτεκτονικής και των άλλων προϊόντων της ανθρωπίνης τέχνης, ακόμη δε και αυτών των σωμάτων της φύσεως και των άλλων φυτών· διότι εις όλα αυτά υπάρχει η ωραιότης ή ασχημία· και η μεν ασχημία και η αρρυθμία και η δυσαρμονία συμβαδίζουν με την ασχημίαν των λόγων και των ηθών, ενώ τα αντίθετα είναι χαρακτηριστικά χρηστού και σώφρονος ήθους. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.
– Και μόνον τάχα τους ποιητάς πρέπει να επιβλέπωμεν και να τους αναγκάζωμεν να μας παρέχουν εις τα ποιήματά των την εικόνα των χρηστών ηθών, ειδεμή άλλως να μας απαλλάττουν της παρουσίας των; Ή δεν θα έπρεπε να εξασκούμεν την αυτήν επίβλεψιν και επί των άλλων τεχνιτών και να τους εμποδίζωμεν να αποτυπώνουν, είτε εις τας εικόνας, είτε εις τα οικοδομήματα, είτε εις οτιδήποτε άλλο κατασκεύασμά των, τον χαρακτήρα εκείνον του ασχήμου, του ταπεινού, του φαύλου, του ασυμμέτρου; και όστις δεν θα ήτο ικανός να συμμορφωθή, να μην είχε το δικαίωμα να εξασκή την τέχνην του εις την πόλιν μας, εκ φόβου μήπως οι πολεμισταί μας, ανατρεφόμενοι εν μέσω των εικόνων τούτων της ασχημίας, και χορταίνοντες καθημέραν από την θέαν αυτών, καθώς πρόβατα από βλαβερά χόρτα, καταντήσουν εις το τέλος ανεπαισθήτως να πάρουν κανένα μέγα και φοβερόν πάθος εις την ψυχήν των; Ή δεν θα έπρεπεν απεναντίας να αναζητήσωμεν εκείνους τους τεχνίτας, που θα είχαν την ικανότητα να εξιχνιάζουν και ανευρίσκουν την φύσιν του καλού και του ωραίου, ούτως ώστε οι νέοι μας, όπως εις τόπον υγιεινόν κατοικούντες να ωφελούνται από το κάθε τι, δεχόμενοι πανταχόθεν και διά των οφθαλμών και διά της ακοής από τα ωραία έργα την εντύπωσιν του ωραίου, όπως την αύραν της υγιείας από τους υγιεινούς τόπους, και τοιουτοτρόπως καταντήσουν ανεπαισθήτως και από την παιδικήν ηλικίαν να αγαπήσουν και αφομοιωθούν τελείως με το καλόν; – Πραγματικώς αυτή θα ήτο η αρίστη ανατροφή.
– Δεν είναι λοιπόν δι’ αυτούς τους λόγους, φίλε Γλαύκων, σπουδαιοτάτη η διά της μουσικής ανατροφή, επειδή ο ρυθμός και η αρμονία εισχωρούν εις τα τρίσβαθα της ψυχής και εξασκούν ισχυροτάτην επ’ αυτής επίδρασιν, διότι εισάγουν εις αυτήν την ευμορφίαν και την κάμνουν εύμορφην, εάν είναι αρτία η ανατροφή, ειδεμή, το εναντίον; και ακόμη διά τον λόγον ότι, ο ανατραφείς καθώς πρέπει διά της μουσικής θα είναι εις θέσιν να αισθάνεται με όλην την λεπτότητα τας ελλείψεις και τας ατελείας εις τα δημιουργήματα ή της τέχνης ή της φύσεως και θα δοκιμάζη δικαίως δυσάρεστον εντύπωσιν από αυτάς; και ως εκ τούτου θα ενθουσιάζεται διά παν το ωραίον, θα ανοίγη ολόκληρον την ψυχήν του να το υποδέχεται εις αυτήν, θα το έχη τροφήν του παντοτινήν και τοιουτοτρόπως θα προκόπτη και θα τελειοποιήται εις πάσαν αρετήν; ενώ απεναντίας θα μισή και θα αποστρέφεται δικαίως παν το αισχρόν, από αυτήν την τρυφερωτάτην ηλικίαν, πριν να είναι ακόμη εις θέσιν να εξηγήση τα αισθήματά του διά του ορθού λόγου, τον οποίον, όταν κατόπιν έλθη, θα αποδεχθή προθυμότατα, ως παλαιόν του γνώριμον και σχετικόν, ένεκα της μουσικής του ανατροφής; – Δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους μου φαίνεται ότι γίνεται ή διά της μουσικής ανατροφή.
– Όπως λοιπόν ακριβώς και προκειμένου περί των γραμμάτων τότε θα ήμεθα τελείως κατηρτισμένοι, όταν δεν θα μας διέφευγε κανένα από τα ολίγα τον αριθμόν στοιχεία, εις όλους τους συνδυασμούς που ευρίσκονται, και εις κάθε λέξιν είτε μικράν ή μεγάλην, χωρίς να νομίζωμεν τίποτε άξιον περιφρονήσεως, αλλ' απεναντίας κατεβάλλομεν πάσαν προσπάθειάν μας να τα γνωρίζωμεν παντού ακριβώς, διότι, χωρίς αυτό, ποτέ δεν θα ημπορούσαμεν να γίνωμεν καλοί γραμματικοί. – Πραγματικώς. – Και αν επομένως δεν εγνωρίζαμεν τα ίδια τα γράμματα, θα ημπορούσαμεν να γνωρίσωμεν και τας εικόνας αυτών, εάν έξαφνα τας εβλέπαμεν επί της επιφανείας του ύδατος ή μέσα εις καθρέπτην, αφού και τα δύο είναι της ιδίας τέχνης και μελέτης αντικείμενον; – Καθόλου βέβαια.
– Επίσης λοιπόν, δι’ όνομα του θεού, δεν θα ημπορούσα να ειπώ, ότι ποτέ δεν θα είμεθα καλοί μουσικοί, ούτε οι ίδιοι ούτε οι πολεμισταί τους οποίους έχομεν αναλάβη να εκπαιδεύσωμεν, εάν δεν εξοικειωθώμεν πρότερον κατά βάθος με τας ιδέας της ανδρείας και της σωφροσύνης, της ελευθεριότητος και της μεγαλοψυχίας και όλων των σχετικών αρετών, καθώς ακόμη και των εναντίων κακιών, και αν δεν τας αναγνωρίζωμεν πανταχού όπου παρουσιάζονται και αυτάς και τας εικόνας των, είτε εις τα μικρά είτε εις τα μεγάλα, χωρίς τίποτε να περιφρονούμεν, παραδεχόμενοι ότι υφ' οιανδήποτε μορφήν και αν εμφανίζωνται είναι αντικείμενον της αυτής μελέτης και τέχνης; – Ανάγκη πάσα.
– Όταν λοιπόν συμπέση να υπάρχουν και εις την ψυχήν χρηστά ήθη, και εις το σώμα ανάλογοι και σχετικαί ιδιότητες του αυτού τύπου, δεν θα ήτο αυτό το ωραιότερον θέαμα δι’ εκείνο που θα ημπορούσεν να το απολαύση; – Και πολύ μάλιστα – Αλλά το ωραιότερον είναι, βέβαια και το μάλλον αξιαγάπητον. – Πώς όχι; – Ένα λοιπόν τοιούτον άνθρωπον δεν θα ημπορούσε παρά να τον αγαπά ο μουσικός· όχι όμως και αν υπήρχε καμμία δυσαρμονία μεταξύ ψυχής και σώματος. – Όχι βέβαια, εάν το ελάττωμα ήτο της ψυχής· αλλ' αν υπήρχεν απλώς εις το σώμα, δεν θα απέστεργε βέβαια να τον αγαπά. – Α, ενόησα· θα έχης, φαίνεται, ή θα είχες, κανένα τοιούτον φίλον, και δεν επιμένω· λέγε μου όμως ένα άλλο: υπάρχει καμμία σχέσις μεταξύ της εγκρατείας και της υπερβολικής, ηδονής; – Και πώς είναι δυνατόν να υπάρχη, αφού αυτή κάμνει τον άνθρωπον έξω φρενών, όχι ολιγώτερον από την υπερβολικήν οδύνην; – Αλλά με καμμίαν άλλην αρετήν; – Με καμμίαν. – Τι δε; με την διαφθοράν και την ακολασίαν; – Με αυτάς μάλιστα. – Γνωρίζεις δε καμμίαν άλλην ηδονήν μεγαλυτέραν και εντονωτέραν από του σαρκικού έρωτος; – Καμμίαν δεν γνωρίζω, αλλ' ούτε και πλέον μανιώδη. – Ο δε αληθινός έρως δεν είναι να αγαπά κανείς μουσικώς και σωφρόνως ένα πρόσωπον ωραίον και κόσμιον; – Βεβαιότατα. – Τίποτε λοιπόν το μανιώδες και τίποτε που να έχη σχέσιν με την ακολασίαν δεν πρέπει να αναμιγνύεται με τον αληθινόν έρωτα. – Όχι, δεν πρέπει. – Δεν θα γίνη λοιπόν δεκτή καθόλου αυτή η ηδονή, και θα αποκλεισθή τελείως από τας σχέσεις προσώπων, τα οποία συνδέει ο ορθώς εννοούμενος έρως. – Πρέπει πράγματι, Σώκρατες, να αποκλεισθή. – Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ως φαίνεται, θα νομοθετήσης εις την πόλιν, την οποίαν συνοικίζομεν, να αγαπά μεν και να προσκολλάται ο εραστής προς το αγαπώμενον πρόσωπον και να έχη τοιαύτας σχέσεις προς αυτό, όπως πατήρ προς υιόν, και πάντοτε επί καλού· κατά τα άλλα δε να είναι τοιαύτη η συμπεριφορά του, ώστε ποτέ να μη δώση υποψίαν ότι προβαίνει και περαιτέρω· ει δε μη, θα καταφρονηθή ως άμουσος και απειρόκαλος. – Μάλιστα. – Νομίζεις τώρα ότι έχομεν να προσθέσωμεν τίποτε πλέον εις το περί μουσικής κεφάλαιον; διότι υποθέτω ότι ετελείωσεν εκεί ακριβώς όπου έπρεπε να τελειώση· πρέπει δε κάθε περί μουσικής λόγος να τελειώνη με τον έρωτα του ωραίου. – Σύμφωνος.
– Μετά την μουσικήν έρχεται τώρα η σειρά της γυμναστικής εις την ανατροφήν των νέων μας. – Μάλιστα. – Πρέπει δε βέβαια και αυτή να καλλιεργήται σοβαρώς, και άνευ διακοπής από την παιδικήν ηλικίαν· ιδού δε ποία είναι η γνώμη μου επί του ζητήματος τούτου· αλλά πρόσεχε και συ· εγώ δηλαδή φρονώ ότι δεν είναι το γερόν και καλόν σώμα εκείνο, που με την αρετήν του κάμνει καλήν και την ψυχήν, αλλά το εναντίον η ψυχή, όταν είναι καλή, καθιστά με την αρετήν της κάλλιστον και το σώμα· εσένα δε πώς σου φαίνεται; – Έτσι και εμένα. – Εάν λοιπόν, αφού καλλιεργήσωμεν την ψυχήν με πάσαν την δυνατήν επιμέλειαν, αναθέσωμεν εις αυτήν πάσαν την φροντίδα περί του σώματος, περιοριζόμενοι μόνον απλώς να της υποδείξωμεν τους τύπους, διά να μη μακρολογούμεν, θα εκάμναμεν σωστά; – Και πολύ μάλιστα. – Από την μέθην, είπαμεν ήδη πριν, ότι πρέπει να απέχουν· διότι εις κάθε άλλον συγχωρείται, παρά εις τον φύλακα να μεθύση και να μην ηξεύρη πού ευρίσκεται. – Βέβαια θα ήτο γελοίον ο φύλαξ να έχη ανάγκην φύλακος.
– Τώρα όσον αφορά την τροφήν; δεν είναι οι φρουροί μας αθληταί, προωρισμένοι μάλιστα διά τους μεγίστους αγώνας; ή όχι; Μάλιστα. – Η δίαιτα λοιπόν των συνήθων αθλητών θα ήρμοζε τάχα και εις αυτούς: – Πολύ πιθανόν. – Ναι, αλλ' είναι κάπως πολύ υπνιάρικη αυτή και δεν εξασφαλίζει αρκετά σταθεράν υγιείαν· ή δεν βλέπεις πως κοιμούνται όλην των την ζωήν οι αθληταί, και ολίγον εάν παρεκκλίνουν από την ωρισμένην των δίαιταν, προσβάλλονται από μεγάλας και σοβαράς ασθενείας; – Το βλέπω. – Ώστε θα χρειάζεται κάποια άλλη, ολιγώτερον βαρεία δίαιτα, διά τους πολεμικούς μας αθλητάς, οι οποίοι πρέπει να είναι άγρυπνοι όπως οι σκύλοι, να έχουν οξυτάτην την όρασιν και την ακοήν, να μεταβάλλουν συχνά εις τας εκστρατείας το είδος της τροφής και του νερού, να υποφέρουν τας μεταλλαγάς της θερμοκρασίας, και απ’ όλα αυτά να μην επηρεάζεται εύκολα η υγιεία των. – Και εγώ είμαι αυτής της ιδέας.
– Δεν πρέπει λοιπόν η καλυτέρα γυμναστική να είναι αδελφή, ούτως ειπείν, της μουσικής, περί της οποίας ολίγον πριν εκάμαμεν λόγον; – Πώς δηλαδή; – Νά, κάπως απλουστέρα και πλέον μετρημένη, όπως πρέπει να είναι προ πάντων των πολεμιστών. – Και εις τί θα συνίσταται; – Αυτό ημπορούμεν να το μάθωμεν και από τον Όμηρον· διότι γνωρίζεις, ότι εν καιρώ εκστρατείας δεν παραθέτει ποτέ εις τα γεύματα των ηρώων ψάρια, αν και είναι στρατοπεδευμένοι εις τον Ελλήσποντον κοντά εις την θάλασσαν, ούτε μαγειρευμένα κρέατα, αλλά μόνον ψητά, των οποίων η ετοιμασία είναι πολύ ευκολωτέρα διά στρατιώτας· διότι και παντού εν γένει είναι ευκολώτερον να ψήνη κανείς το κρέας εις την φωτιά, παρά να σέρνη μαζί του μαγειρικά σκεύη. – Πολύ σωστά. – Και καρυκεύματα όμως νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο Όμηρος· ή τάχα το γνωρίζουν αυτό και οι άλλοι αθληταί, ότι, αν θέλουν να είναι καλά το σώμα των, πρέπει να απέχουν από όλα αυτά; – Πραγματικώς το γνωρίζουν και κάμνουν καλά που απέχουν.
– Εάν λοιπόν σου φαίνεται σωστή αυτή η δίαιτα, δεν θα επιδοκιμάζης βέβαια τα τραπέζια των Συρακουσίων και την Σικελικήν ποικιλίαν των φαγητών. – Όχι, καθόλου. – Ούτε θα εγκρίνης, ένας που θέλει να στέκεται καλά εις την υγιείαν του, να έχη καμμιά φιλενάδα από την Κόρινθον; – Κάθε άλλο. – Ούτε ακόμη και τα τόσον φημισμένα λιχνεύματα της αττικής μαγειρικής; – Κατ' ανάγκην. – Διότι νομίζω ότι όλην αυτήν την ποικιλίαν των απολαύσεων και της διαίτης, δεν θα είχαμεν άδικον να την παραβάλλωμεν προς την μελοποιίαν εκείνην, που μεταχειρίζεται όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς. – Και πώς όχι; – Όπως λοιπόν εκεί η ποικιλία αποτέλεσμα είχε την αταξίαν, δεν θα έχη και εδώ την ασθένειαν; ενώ απεναντίας η απλότης, όπως εις την μουσικήν καθιστά σώφρονα την ψυχήν, και εις την γυμναστικήν δεν θα καθιστά το σώμα υγιές; – Σωστότατα. – Αλλ' όταν πλεονάσουν εις τας πόλεις η αταξία και αι ασθένειαι, δεν πληθύνονται τα δικαστήρια και τα νοσοκομεία; και δεν θα έχη τότε μεγάλην πέρασιν η δικηγορική και η ιατρική, όταν με ζήλον επιδίδωνται εις αυτά πολλοί και διακεκριμένης τάξεως πολίται; – Πώς όχι βέβαια;
– Ημπορείς δε να εύρης άλλην μεγαλυτέραν απόδειξιν της κακής και αισχράς ανατροφής εις μίαν πόλιν, παρά την ανάγκην ικανών δικαστών και ιατρών, όχι μόνον διά την κατωτέραν τάξιν του λαού και τους αποζώντας από την εργασίαν των χειρών των, αλλά και δι’ εκείνους οι οποίοι καυχώνται ότι έτυχον ελευθερίου ανατροφής; δεν είναι πράγμα αισχρόν και ασφαλής απόδειξις απαιδευσίας, να είναι κανείς ηναγκασμένος να καταφεύγη εις δικαιοσύνην επιβαλλομένην εις αυτόν υπ’ άλλων, δίκην δεσποτών και κριτών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικαιοσύνην; – Πράγματι δεν υπάρχει άλλο αισχρότερον. – Δεν σου φαίνεται όμως τάχα ακόμη πολύ αισχρότατον, όταν, όχι μόνον διέρχεται κανείς ολόκληρον την ζωήν του εις τα δικαστήρια είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος, αλλά να είναι και τόσον αναίσθητος, ώστε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι και άξιος θαυμασμού διά τούτο, επειδή έχει τάχα πάρη δίπλωμα εις την τέχνην της αδικίας και σου είναι ικανός με όλας τας διαστροφάς, με όλας τας υπεκφυγάς και τα λυγίσματα να κατορθώση να διεκφύγη την νόμιμον καταδίωξιν; και ταύτα προκειμένου διά μικρά και όλως διόλου ανάξια λόγου συμφέροντα, χωρίς να γνωρίζη πόσον καλύτερον και προτιμότερον είναι να παρασκευάση τοιουτοτρόπως την ζωήν του, ώστε να μην έχη καμμίαν ανάγκην δικαστού νυσταλέου. – Πραγματικώς αυτό είναι πολύ ακόμη αισχρότερον.
Бесплатно
Установите приложение, чтобы читать эту книгу бесплатно
О проекте
О подписке