διηγείται ο ίδιος ο ποιητής και δεν ζητεί να μας στρέψη αλλού τον νουν, ότι τάχα είναι άλλος ο διηγούμενος και όχι αυτός ο ίδιος· τα παρακάτω όμως τα λέγει ως να ήτο ο ίδιος ο Χρύσης και προσπαθεί με κάθε τρόπον να μας κάμη να φανταζώμεθα πως δεν είναι ο Όμηρος που τα λέγει, αλλά ο γέρων, ο ιερεύς του Απόλλωνος· και εις όλην δε εν γένει την ποίησίν του το ίδιον σχεδόν κάμνει, και εις τα Τρωικά και εις τα εν Ιθάκη και εις ολόκληρον την Οδύσσειαν εκείνην των παθημάτων. – Πράγματι. – Διήγησις λοιπόν είναι, και όταν αναφέρη αυτολεξεί τους λόγους των άλλων, και όταν αυτός ο ίδιος λέγη τα εν τω μεταξύ; – Πώς όχι; – Αλλ' όταν αναφέρη καμμίαν ρήσιν ως εκ μέρους άλλου, δεν παραδέχεσαι ότι προσπαθεί να αφομοιώση, όσον είναι δυνατόν, τα λεγόμενά του με το πρόσωπον, το οποίον μας παρουσιάζει διά να ομιλήση; – Το παραδέχομαι· πώς όχι; – Όταν λοιπόν αφομοιώνη κανείς τον εαυτόν του με έναν άλλον, είτε κατά την φωνήν, είτε κατά το σχήμα, δεν λέγομεν ότι τον μιμείται; – Βεβαίως. – Ώστε, εις αυτήν την περίστασιν, και αυτός και οι άλλοι ποιηταί, κάμνουν μιμητικήν διήγησιν, καθώς την είπα προτύτερα. – Μάλιστα. – Αν όμως δεν απέκρυπτε διόλου ο ποιητής τον εαυτόν του, τότε όλη η ποίησίς του και η διήγησίς του θα εγίνετο δίχως την μίμησιν· και διά να μη μου ειπής πάλιν, ότι δεν εννοείς, πώς θα εγίνετο τούτο, εγώ θα σου το εξηγήσω. Εάν δηλαδή ο Όμηρος, αφού είπεν ότι ήλθεν ο Χρύσης με τα λύτρα της θυγατρός του, διά να ικετεύση τους Αχαιούς και προ πάντων τους δύο βασιλείς, εξηκολούθει να ομιλή όχι ως να εγίνετο Χρύσης, αλλά ως Όμηρος ακόμη, δεν θα ήτο τότε πλέον μίμησις, άλλα απλή διήγησις. Και ιδού πώς θα ήτο τότε το ποίημα, αν και θα σου τα ειπώ όχι εμμέτρως, διότι δεν είμαι δα και ποιητής:
«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα σπίτια τους, και να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και να σεβαστούν το Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο Αγαμέμνων αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού και η πατερίτσα του· και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα του, θα γεράση, του είπε, κάτω στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν θέλη να φθάση γερός στο σπίτι του· κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε τρομάρα κ’ έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά· και αφού προχώρησε μακρυά από τα καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα τα ονόματά του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε χαρίση τίποτα για να τον ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε χτίση· για όλα αυτά λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση.»
Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς μίμησιν. – Εννοώ.
– Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι, όταν ο ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και αφήνη μόνον εκείνα, που λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. – Και αυτό το εννοώ· όπως δηλαδή γίνεται εις τας τραγωδίας. – Ακριβώς· και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της ποιήσεως και της μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία, όπως είπες και συ, ένα δε άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του ποιητού· και θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους· υπάρχει δε και τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι, όπως γίνεται εις την επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη ποιήσεως· με ενόησες λοιπόν; – Πώς; τώρα εννοώ τι ήθελες να ειπής τότε. – Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από αυτά, ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να εξετάσωμεν και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. – Αλλά το ενθυμούμαι.
– Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν εις τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν διήγησιν, ή εν συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το άλλο είδος, ή και θα τους απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. – Μαντεύω ποίος είναι ο σκοπός σου· να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν και την κωμωδίαν εις την πόλιν μας. – Ίσως· αλλά ίσως και κάτι περισσότερον ακόμη· διότι δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή ανέμου, εκεί θα σύρωμεν. – Και έχεις δίκαιον.
– Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι οι νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των προηγουμένων, ότι ο καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι εκείνος που καταπιάνεται με όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα; – Έτσι βέβαια θα είναι. – Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της μιμήσεως· ο ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς πολλά πράγματα, όπως ένα μόνον; – Όχι βέβαια. – Πολύ ολιγώτερον λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις κανένα από τα σπουδαία επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα και να είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να ευδοκιμήση εις δύο συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως παραδείγματος χάριν η τραγωδία και η κωμωδία· ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου μιμήσεις αυτάς; – Μάλιστα· και έχεις δίκαιον εις αυτό. – Και δεν ημπορούν οι ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. – Πράγματι. – Ούτε να είναι οι ίδιοι υποκριταί και εις την τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι μιμήσεις ή όχι; – Είναι. – Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του ανθρώπου έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας, ώστε να είναι αδύνατον να μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και να κάμνη επιτυχώς εκείνα που παριστάνουν αι μιμήσεις. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.
– Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν, κατά την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης ενασχολήσεως, έργον αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της ελευθερίας της πόλεως και τίποτε άλλο, που δεν έχει σχέσιν με αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε να μιμούνται οτιδήποτε άλλο και αν είναι· εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει σχέσιν με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, δηλαδή την ανδρείαν, την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς· κάθε δε ταπεινόν και αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν τοιούτοι· ή δεν έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και εξακολουθή από πολύ νεαράν ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και κατά την φωνήν και κατά την διάνοιαν; – Και πολύ μάλιστα.
– Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι άνδρες, να μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα της, ή τολμά να τα βάζη με τους θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς ευτυχίας της, ή παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της· πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή και να κοιλοπονά. – Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και δούλους, που ασχολούνται εις τας εργασίας των. – Ουδέ τούτο. – Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους ταπεινούς και αθλίους, που κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα είπαμεν, να υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που συνηθίζουν και εις τους λόγους των και εις τα έργα των οι τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και προς τους άλλους· ούτε ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους και τα έργα των παραφρόνων· διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι όμως και να γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. – Πολύ σωστά. – Τι δε; θα επιτρέπεται τάχα να μιμούνται τους σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους κωπηλάτας επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; – Και πώς, αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα από αυτούς; – Τον δε χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των ταύρων, την βοήν των ποταμών, της θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα; – Όχι βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται τους μανιακούς.
– Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος ομιλίας και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο άνθρωπος, όταν έχη τίποτε να είπη· και ένας άλλος πάλιν όλως διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν του οποίου δεν ξεκολλούν όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής άνθρωποι. – Και ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; – Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να αναφέρη πράξιν ή λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν, μάλιστα όταν έχη να μιμηθή τον χρηστόν άνθρωπον ενεργούντα με την συνηθισμένην του σταθερότητα και περίνοιαν, και δεν πρόκειται καθόλου διά πρόσωπα προσβεβλημένα από ασθένειαν, ή από έρωτα, ή διατελούντα υπό το κράτος μέθης ή άλλου αναλόγου περιστατικού· όταν δε πάλιν συμπέση ο λόγος διά κανένα ανάξιον εαυτού πρόσωπον, δεν θα ταπεινωθή να αναπαραστήση με όλην την ακρίβειαν αυτόν τον χειρότερόν του, αλλά μόνον εν παρόδω και αν τύχη να κάμνη οπωσδήποτε καμμίαν καλήν πράξιν· αλλά και πάλιν θα εντραπή, αφ' ενός μεν διότι θα είναι αγύμναστος να μιμήται τους τοιούτους, αφ' ετέρου δε διότι θα του έκαμνε κακόν να υποδύεται και αναπαριστά πρόσωπα υποδεέστερα, προς τα οποία, αν δεν επρόκειτο περί απλής παιδιάς, μόνον περιφρόνησιν θα ησθάνετο. – Πολύ φυσικά.
– Διήγησιν λοιπόν θα μεταχειρίζεται εκείνην, της οποίας ημείς εδώσαμεν προηγουμένως δείγμα διά την ποίησιν του Ομήρου, και θα μετέχη μεν και των δύο τρόπων, και του απλού και του μιμητικού, αλλ' ούτως ώστε η μίμησις να καταλαμβάνη ελάχιστον μέρος του όλου λόγου· ή δεν έχω δίκαιον; – Πώς; κατ' αυτόν βέβαια τον τύπον πρέπει να ομιλή ο τοιούτος άνθρωπος. – Ώστε ο μη τοιούτος πάλιν, όσον φαυλότερος θα είναι, τόσον θα θέλη να μιμήται τα πάντα, και τίποτε δεν θα θεωρήση ανάξιον του εαυτού του· ώστε θα το κάμη έργον του να μιμήται με μεγάλην ακρίβειαν και δημοσία τα πάντα, και όσα ελέγαμεν πριν, δηλαδή τας βροντάς, τον συριγμόν των ανέμων και της χαλάζης, τον τριγμόν των αξόνων και των τροχαλιών, την φωνήν της σάλπιγγος και του αυλού και της σύριγγος και όλων εν γένει των οργάνων, ακόμη δε και τας φωνάς των σκύλων και των προβάτων και των πτηνών και θα διεξάγεται λοιπόν όλος ο λόγος του δια μιμήσεως φωνών και σχημάτων και μόνον μικρόν μέρος διηγήσεως θα έχη. – Αυτό πραγματικώς θα γίνεται.
– Ούτοι λοιπόν είναι οι δύο τρόποι της διηγήσεως, που έλεγα. – Πολύ καλά. – Και ο μεν πρώτος δεν επιδέχεται παρά ολίγας μόνον μεταβολάς, και αν κανείς εύρη και προσαρμόση την προσήκουσαν αρμονίαν και τον ρυθμόν, δεν θα χρειασθή σχεδόν πλέον να ζητήση άλλας εκείνος, που μεταχειρίζεται ορθώς αυτόν τον τρόπον, αλλά θα είναι αρκετή η μία αρμονία και ο όμοιος ρυθμός. – Έτσι είναι όπως το λέγεις. – Ενώ ο άλλος τρόπος; δεν χρειάζεται απεναντίας όλας τας αρμονίας και όλους τους ρυθμούς, εάν πρόκειται να είναι σύμφωνος με την φύσιν του, επειδή έχει όλα τα διάφορα είδη των μεταβολών; – Και πάρα πολύ μάλιστα. – Αλλά όλοι οι ποιηταί, και εν γένει όσοι διηγούνται κάτι δεν μεταχειρίζονται ή τον ένα τρόπον, ή τον άλλον, ή και ένα τρίτον ανάμικτον εκ των δύο; – Κατ' ανάγκην. – Τι λοιπόν θα κάμωμεν ημείς: θα παραδεχθώμεν άραγε εις την πόλιν μας όλους αυτούς, ή τον ένα εκ των αμιγών, ή τον τρίτον τον ανάμικτον; – Εάν έχη σημασίαν η ψήφος μου, εγώ λέγω τον αμιγή τρόπον, που μιμείται τον χρηστόν άνθρωπον.
– Ναι, αλλά και ο ανάμικτος, Αδείμαντε, είναι τερπνός, πολύ δε ακόμη τερπνότερος και εις τους παίδας και εις τους παιδαγωγούς και εις τον λαόν είναι ο αντίθετος εκείνου τον οποίον εδιάλεξες εσύ. – Είναι πράγματι.
– Αλλ' ίσως θα έλεγες, ότι δεν ταιριάζει αυτός εις την ιδικήν μας την πολιτείαν, επειδή δεν ευρίσκεται εις ημάς άνθρωπος να συνενώνη διπλά και πολλαπλά επαγγέλματα, αλλ' ο καθένας εξασκεί το ιδικόν του μόνον. – Δεν ταιριάζει αλήθεια. – Δι’ αυτόν τον λόγον δεν θα εύρωμεν μόνον εν τη τοιαύτη πόλει, ο υποδηματοποιός να είναι υποδηματοποιός και όχι έξαφνα και κυβερνήτης συγχρόνως, ο γεωργός γεωργός και όχι μαζί και δικαστής, και ο πολεμιστής μόνον πολεμιστής και όχι εκτός αυτού και επιχειρηματίας; – Αλήθεια.
– Εάν λοιπόν ένας από εκείνους, που έχουν την δύναμιν της τέχνης να μιμούνται τα πάντα και να λαμβάνουν χιλίας διαφόρους μορφάς, ήρχετο εις την πόλιν μας διά να επιδείξη την σοφίαν του και τα έργα του, θα τον επροσκυνούσαμεν βέβαια ως θείον άνθρωπον και αξιοθαύμαστον και επαγωγότατον, θα του ελέγαμεν όμως συγχρόνως, ότι δεν έχει θέσιν εις την πόλιν μας τοιούτος άνθρωπος, ουδέ μας είναι επιτετραμμένον να μένη πλησίον μας· θα τον παραπέμψωμεν δε εις άλλην πόλιν, αφού του ράνωμεν την κεφαλήν του με μύρα και τον στεφανώσωμεν με ταινίας και διαδήματα· και θα αρκεσθώμεν ημείς με τον σοβαρώτερον και όχι τόσον επαγωγόν ποιητήν μας και μυθολόγον, ο οποίος όμως θα μας είναι και ωφελιμώτερος, διότι θα μιμήται τον λεκτικόν τρόπον του χρηστού ανθρώπου και θα ακολουθή αυστηρώς τους τύπους εκείνους που ενομοθετήσαμεν, όταν συνετάξαμεν το πρόγραμμα της ανατροφής των στρατιωτών μας. – Έτσι πράγματι να κάμωμεν, εάν θα είναι εις το χέρι μας.
– Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, νομίζω ότι έχομεν πραγματευθή τελείως και κατά βάθος το μέρος της μουσικής εκπαιδεύσεως, το οποίον αφορά τους λόγους και τους μύθους· διότι έχομεν καθορίση και τι πρέπει να λέγωνται και πώς να λέγωνται.
– Έτσι νομίζω και εγώ.
– Δεν μας υπολείπεται λοιπόν τώρα το άλλο μέρος της μουσικής, το οποίον αφορά το άσμα και την μελωδίαν; – Φανερόν. – Δεν ημπορεί λοιπόν άραγε να εύρη ο καθένας τώρα, τι έχομεν να είπωμεν και δι’ αυτά και οποία πρέπει να είναι, εάν θέλωμεν να είμεθα συνεπείς προς τα προειρημένα;
Επάνω εις αυτό εγέλασεν ο Γλαύκων και είπε – Εγώ λοιπόν, Σωκράτη, κινδυνεύω να μείνω έξω από αυτούς όλους, που ημπορούν να το εύρουν· διότι επί του παρόντος τουλάχιστον δεν είμαι εις θέσιν να είπω ποία πρέπει να είναι αυτά, αν και τα φαντάζωμαι αμυδρώς. – Είσαι όμως βέβαια εις θέσιν να γνωρίζης και να μας είπης εν πρώτοις αυτό, ότι η μελωδία σύγκειται από τρία στοιχεία, από τα λόγια, από την αρμονίαν και τον ρυθμόν. – Ναι, αυτό μάλιστα. – Λοιπόν, όσον αφορά τα λόγια του άσματος, διαφέρουν άραγε από τα λόγια της απλής διηγήσεως, ώστε να μην ημπορή να εφαρμοσθούν και εις αυτά οι ίδιοι εκείνοι τύποι, τους οποίους καθωρίσαμεν προηγουμένως, και κατά τον ίδιον τρόπον; – Χωρίς αμφιβολίαν. – Αλλ' όμως η αρμονία και ο ρυθμός πρέπει να συμβαδίζουν με τα λόγια. – Πώς όχι; – Είπαμεν όμως ακόμη, ότι εις τας διηγήσεις δεν χρειαζόμεθα ημείς θρήνους και οδυρμούς. – Μάλιστα. – Ποίαι λοιπόν είναι αι θρηνώδεις αρμονίαι; λέγε μου· διότι είσαι μουσικός εσύ. – Είναι η λυδιστί λεγομένη αρμονία, η μικτή και η οξεία, και μερικαί άλλαι παρόμοιαι. – Ώστε αυτάς πρέπει να τας αφαιρέσωμεν διότι είναι άχρηστοι και εις τας γυναίκας, τας σοβαράς τουλάχιστον, και κατά μείζονα λόγον εις τους άνδρας. – Αλλ' όμως και η μέθη και η νωχέλεια και η οκνηρία είναι πράγματα εντελώς ανάρμοστα εις τους πολεμιστάς. – Δεν υπάρχει αντίρρησις. – Ποίαι λοιπόν αρμονίαι είναι νωχελείς και κατάλληλοι διά τα συμπόσια; – Η ιωνική και η λυδική, τας οποίας και ονομάζουν χαλαράς. – Αυτάς λοιπόν, φίλε μου, θα μεταχειρισθής ποτε διά πολεμικούς ανθρώπους; – Ποτέ βέβαια αλλά κινδυνεύει να μη μας μένουν άλλαι εκτός της δωρικής και φρυγικής.
– Δεν γνωρίζω εγώ τας αρμονίας· αλλ' άφησέ μας πρώτον εκείνην την αρμονίαν, που θα ημπορούσε να μιμηθή καθώς πρέπει τον τόνον και την έκφρασιν ενός γενναίου ανθρώπου, είτε εις την συμπλοκήν των μαχών, είτε εις καμμίαν άλλην επικίνδυνον επιχείρησιν, ο οποίος και εις τας αποτυχίας ακόμη, όταν εκτίθεται εις τραύματα και θανάτους ή περιπίπτη εις άλλην τινά συμφοράν, εις όλας αυτάς τας περιστάσεις αντιτάσσει με γενναιότητα το στήθος του και αποκρούει τα κτυπήματα της τύχης· και μίαν άλλην δεύτερον, διά τας ειρηνικάς και όχι δια τας βιαίας πράξεις του ανθρώπου, αλλά τας θεληματικάς, όταν ζητή να πείση ή όταν παρακαλή, με ευχάς τον θεόν, με συμβουλάς και νουθεσίας τον άνθρωπον, ή τουναντίον όταν παρέχη πρόθυμον ους εις τας παρακλήσεις, τας συμβουλάς και τας νουθεσίας ενός άλλου, και δεν έχει λόγους να μετανοήση δι’ αυτό, ούτε υπερηφανεύεται διά τας επιτυχίας του, αλλά γνωρίζει να φυλάττη το προσήκον και το μέτρον εις όλας του τας πράξεις και να μένη ευχαριστημένος οποιαδήποτε και αν είναι η έκβασίς των. Αυτάς λοιπόν τας δύο αρμονίας να μας φυλάξης, που θα μιμούνται κάλλιστα τον τόνον και την έκφρασιν του γενναίου και μετρημένου ανθρώπου εις τας βιαίας ή θεληματικάς πράξεις του, εις τας ευτυχίας και τας ατυχίας του.
– Μα δεν ζητείς να σου φυλάξωμεν άλλας, είπεν ο Γλαύκων, αλλ' ακριβώς αυτάς που σου έλεγα τώρα και εγώ. – Δεν θα χρειασθούμεν λοιπόν εις τα άσματα και τας μελωδίας μας όργανα πολύχορδα και με πολλαπλάς αρμονίας. – Όχι, καθώς φαίνεται. – Και δεν θα έχωμεν ανάγκην επομένως να συντηρούμεν εις την πόλιν μας κατασκευαστάς τριγώνων και πηκτίδων και όλων εν γένει των πολυχόρδων και πολυαρμονίων οργάνων. – Έτσι φαίνεται. – Θα παραδεχθής λοιπόν τάχα εις την πόλιν μας τους αυλητάς και τους κατασκευαστάς των αυλών; ή μήπως δεν είναι ο αυλός το πολυχορδότατον όργανον, και αυτά τα παναρμόνια μιμήσεις απλώς του αυλού; Τίποτε άλλο πράγματι. – Ώστε σου υπολείπεται η λύρα και η κιθάρα διά την πόλιν, και το πολύ καμμία σύριγξ διά τους βοσκούς εις την εξοχήν. – Τουλάχιστον έτσι το φέρνει ο λόγος μας. – Και δεν κάμνομεν τίποτε νέον πράγμα, φίλε μου, αν προτιμούμεν τον Απόλλωνα από τον Μαρσύαν, και την κιθάραν εκείνου από τον αυλόν αυτού. – Μα την αλήθειαν έτσι μοιάζει.
– Και μα τον κύνα, χωρίς να το εννοήσωμεν, κάμνομεν την εκκαθάρισιν της πόλεως, εις την οποίαν ελέγαμεν ότι υπερεπλεόναζεν η τρυφή και η πολυτέλεια.
Бесплатно
Установите приложение, чтобы читать эту книгу бесплатно
О проекте
О подписке