Читать бесплатно книгу «Πολιτεία, Τόμος 4» Платона полностью онлайн — MyBook
cover

– Τότε λοιπόν θεσπίζουν διά νόμου ως όρον της συμμετοχής εις την εξουσίαν το ποσόν της περιουσίας, περισσότερον ή ολιγώτερον αναλόγως του βαθμού της ολιγαρχίας, αποκλείοντες της αρχής πάντας, όσων η περιουσία δεν ανέρχεται εις το ορισθέν τίμημα· όλα δε αυτά ή τα επιβάλλουν διά της βίας και των όπλων, ή και απλώς επισείοντες τον φόβον αναγκάζουν και τους άλλους να τα παραδεχθούν· ή δεν είναι έτσι; – Έτσι. – Ιδού λοιπόν εν συντόμω πώς λαμβάνει την σύστασίν του αυτό το πολίτευμα. – Μάλιστα· αλλά ποία είναι τα ήθη του και τα ελαττώματα, τα οποία είπαμεν ότι έχει;

– Πρώτον πρώτον αυτός ο θεμελιώδης όρος του πολιτεύματος· διότι, ειπέ μου, τι θα συνέβαινεν, αν εξελέγοντο οι κυβερνήται των πλοίων επί τη βάσει της περιουσίας των, και απεκλείετο ο πτωχός, με όλην την μεγαλυτέραν εμπειρίαν που θα είχεν εις τα ναυτικά; – Πάρα πολύ κακά θα επήγαινε τότε η τοιαύτη ναυτιλία. – Δεν θα συνέβαινε δε το ίδιον προκειμένου και διά κάθε άλλην αρχήν; – Υποθέτω. – Εκτός ίσως διά την αρχήν της πόλεως· ή και δι' αυτήν επίσης; – Δι' αυτήν ίσα ίσα περισσότερον από κάθε άλλην, αφού είναι το δυσκολώτατον και σπουδαιότατον είδος της αρχής. – Ώστε αυτό το μέγιστον ελάττωμα έχει εν πρώτοις η ολιγαρχία. – Φαίνεται.

– Αλλά τι; αυτό το άλλο σου φαίνεται τάχα μικρότερον; – Το ποίον; – Ότι κατ' ανάγκην η ολιγαρχική πόλις δεν είναι μία, αλλά δύο, η μία μεν των πτωχών και η άλλη των πλουσίων, οίτινες κατοικούν μεν ομού, θέλουν δε το κακόν οι μεν των δε. – Δεν είναι, μα την αλήθειαν, μικρότερον. – Αλλ' ακόμη δεν είναι και αυτό καλόν, ότι δεν ημπορούν ίσως να κάμουν και πόλεμον, διότι είναι ηναγκασμένοι ή να οπλίσουν προς τούτο το πλήθος, οπότε θα εφοβούντο αυτό μάλλον ή τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου, οπότε θα εφαίνοντο πραγματικώς ολιγαρχικοί εις την μάχην, εκτός του ότι οι πλούσιοι δεν εννοούν και να συνεισφέρουν χρήματα, αφού είναι φιλάργυροι. – Αλήθεια δεν είναι καλόν. – Τι δε; εκείνο που κατεδικάσαμεν προηγουμένως, να καταγίνωνται δηλαδή οι ίδιοι εις πολλά έργα συγχρόνως και να είναι μαζί και γεωργοί και έμποροι και πολεμισταί, όπως συμβαίνει εις αυτήν την πολιτείαν, σου φαίνεται τάχα πως είναι σωστόν; – Καθόλου μάλιστα.

– Βλέπε τώρα, αν απ' όλα αυτά τα κακά το μεγαλύτερον δεν εμφανίζεται κατά πρώτον εις αυτήν την πολιτείαν. – Το ποίον; – Ότι επιτρέπεται εις τον καθένα να εκποιήση όλην του την περιουσίαν, και εις ένα άλλον να την αγοράση από αυτόν, και εκείνος που την επώλησε να παραμένη εις την πόλιν, χωρίς να είναι πλέον τίποτε δι' αυτήν, ούτε έμπορος, ούτε τεχνίτης, ούτε ιππεύς, ούτε οπλίτης, αλλά να ονομάζεται απλώς πτωχός και άπορος. – Έχεις δίκαιον. – Δεν εμποδίζεται λοιπόν αυτό εις τας ολιγαρχικάς πολιτείας· διότι αλλέως δεν θα ήταν οι μεν υπέρπλουτοι, οι δε πάμπτωχοι. – Σωστά. – Πρόσεξε ακόμη και εις αυτό· όταν, καθ' όν καιρόν ήτο πλούσιος, εξώδευεν αλύπητα ο τοιούτος, είχε από αυτό καμμίαν ωφέλειαν η πολιτεία; εθεωρείτο τότε ένας από τους αρχηγούς της, ή πράγματι δεν ήτο ούτε άρχων ούτε υπηρέτης, αλλ' απλώς εξοδευτής των ετοίμων; – Όπως το λέγεις· δεν ήτο τίποτε άλλο παρά εξοδευτής. – Θέλεις λοιπόν να τον ονομάσωμεν αυτόν, όπως είναι ο κηφήν εις την κυψέλην νόσημα του σμήνους, τοιουτοτρόπως και αυτός νόσημα της πόλεως; – Ακούς εκεί δεν θέλω; – Όμως, ω Αδείμαντε, τους μεν πτερωτούς κηφήνας ο θεός τους έκαμε δίχως κέντρον, ενώ από αυτούς τους δίποδας κηφήνας, εις μερικούς μεν δεν έδωσεν επίσης κέντρον, εις άλλους όμως έδωσε και πολύ φοβερόν μάλιστα· και αυτοί μεν που δεν έχουν, αποθνήσκουν εις τα γηρατειά των πτωχοί, από δε τους άλλους γίνονται όλοι εκείνοι, που ονομάζονται κακούργοι· δεν είναι αλήθεια; – Βεβαιότατα. – Είναι λοιπόν φανερόν, ότι εις μίαν πόλιν, όπου θα ιδής πτωχούς, υπάρχουν κρυμμένοι το δίχως άλλο κλέπται και λωποδύται και ιερόσυλοι και εν γένει εργάται πάσης τοιαύτης κακίας. – Φανερόν. – Τι λοιπόν; εις τας ολιγαρχουμένας πόλεις υπάρχουν πτωχοί; – Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι εκτός των αρχόντων. – Πώς λοιπόν να μη πιστεύωμεν, ότι θα υπάρχουν εις αυτάς και πλήθος κακούργοι με κέντρα, τους οποίους φροντίζουν οι άρχοντες και συγκρατούν διά της βίας; – Βεβαίως. – Και από ποίαν άλλην αφορμήν προέρχεται τούτο, παρά από την απαιδευσίαν και την κακήν ανατροφήν και από την ελαττωματικήν σύστασιν της πολιτείας; – Από καμμίαν άλλην. – Τοιαύτη τις λοιπόν σχεδόν είναι η ολιγαρχουμένη πόλις και αυτά τα ελαττώματά της, ίσως δε και περισσότερα. – Μάλιστα. – Και ας θεωρήσωμεν επομένως τελειωμένην την απεικόνισιν και αυτής της πολιτείας, την οποίαν ονομάζουν ολιγαρχίαν και της οποίας οι άρχοντες γίνονται επί τη βάσει της περιουσίας· τώρα ας εξετάσωμεν και τον άνθρωπον, που της είναι όμοιος, και πώς σχηματίζεται και ποίος είναι ο χαρακτήρ του. – Ας ίδωμεν. – Δεν σου φαίνεται, ότι κατ' αυτόν τον τρόπον μεταπίπτει από του τιμοκρατικού εκείνου εις τον ολιγαρχικόν; – Πώς; – Ο υιός από την παιδικήν του ηλικίαν κατά πρώτον μεν φιλοτιμείται να μιμηθή τον πατέρα του και να βαδίση επί τα ίχνη του· αλλ' ακολούθως, όταν ιδή έξαφνα, ότι ο πατέρας του προσέκρουσεν εις την πόλιν, όπως επάνω εις βράχον, και αφού έκαμε αβαρίαν και της περιουσίας του και του εαυτού του, κατά την διαχείρισιν είτε στρατηγίας τινός ή καμμιάς άλλης αρχής, έπεσε εις τα δικαστήρια και εις τα νύχια των συκοφαντών, και κατεδικάσθη ή εις θάνατον ή εις εξορίαν ή εις την στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων και την δήμευσιν της περιουσίας του, – Όπως συμβαίνει φυσικά. – Όταν, λέγω, ιδή όλα αυτά και πάθη και φοβηθή τα ίδια και διά τον εαυτόν του, τότε, νομίζω, και αυτός κρημνίζει κατακέφαλα από τον θρόνον της ψυχής του την φιλοδοξίαν και το θυμοειδές εκείνο, και ταπεινωθείς από την πτωχείαν δεν σκέπτεται άλλο παρά πώς να κάμη περιουσίαν, και κατά μικρόν με πολλάς στερήσεις, μεγάλην οικονομίαν και αδιάκοπον εργασίαν το κατορθώνει· δεν νομίζεις λοιπόν τότε, ότι εις εκείνον τον θρόνον, από τον οποίον εδίωξε την φιλοδοξίαν, θα αναβιβάση την φιλοχρηματίαν και το επιθυμητικόν, το οποίον θα ανακηρύξη μέγαν βασιλέα του και θα του φορέση τιάρας και στρεπτούς και ακινάκας; – Το πιστεύω. – Το δε λογιστικόν βέβαια και το θυμοειδές θα τα ρίψη χάμω δούλους και υποπόδια εκατέρωθεν του θρόνου του, και εις μεν το ένα δεν θα επιτρέπη να σκέπτεται και να συλλογίζεται τίποτε άλλο, παρά πώς θα κάμη από ολιγώτερα περισσότερα τα χρήματά του, το δε άλλο πάλιν τίποτε να μη θαυμάζη και τιμά παρά τον πλούτον και τους πλουσίους και να μην έχη άλλην φιλοδοξίαν παρά την απόκτησιν χρημάτων και οτιδήποτε άλλο οδηγεί προς τούτο. – Δεν υπάρχει άλλη μετάβασις τόσον ταχεία και ισχυρά δι' ένα νέον, όσον από την φιλοδοξίαν εις την φιλοχρηματίαν. – Αυτός λοιπόν δεν είναι ο ολιγαρχικός; – Η μεταβολή τουλάχιστον που τον έκαμε τοιούτον είναι ομοία με την μεταβολήν, εκ της οποίας προήλθεν η ολιγαρχία. – Ας εξετάσωμεν λοιπόν αν είναι όμοιος με αυτήν. – Ας το εξετάσωμεν.

– Πρώτη λοιπόν ομοιότης δεν είναι, ότι εκτιμά τα χρήματα περισσότερον από κάθε άλλο; – Πώς όχι; – Έπειτα, ότι είναι φειδωλός και εργατικός και δεν ικανοποιεί παρά μόνον τας απολύτους ανάγκας και επιθυμίας του και απαγορεύει κάθε άλλην δαπάνην εις τον εαυτόν του και υποδουλώνει όλας τας άλλας επιθυμίας του ως ματαίας. – Πραγματικώς. – Είναι επομένως βρωμερά γλίσχρος, αφού ζητεί από το κάθε τι να κερδίση, με μίαν λέξιν άνθρωπος θησαυροποιός, από εκείνους δα που θαυμάζει το πλήθος· ή δεν είναι αυτός, που ομοιάζει με το ολιγαρχικόν πολίτευμα; – Μάλιστα, διότι και από τα δύο μέρη τα χρήματα είναι που έχουν την μεγαλυτέραν αξίαν και εκτίμησιν. – Διά τον λόγον, ότι καμμίαν προσοχήν, υποθέτω, δεν έδωσεν ο τοιούτος άνθρωπος διά την μόρφωσίν του. – Και εγώ το υποθέτω, διότι άλλως δεν θα ελάμβανεν ένα οδηγόν τυφλόν και δεν θα τον εξετίμα τόσον. – Πολύ ωραία το είπες· πρόσεχε δε τώρα εις αυτό· δεν θα έχωμεν δίκαιον να ειπούμεν, ότι η απαιδευσία του εγέννησεν επιθυμίας ως του κηφήνος, άλλας μεν πτωχικάς, άλλας δε κακούργους, τας οποίας μόλις και μετά βίας προσπαθεί να συγκρατή; – Μάλιστα. – Και γνωρίζεις πού θα ίδης εκδηλουμένας τας κακούργους διαθέσεις των; – Πού; – Όταν αναλάβουν έξαφνα την επιτροπείαν ορφανών, ή τίποτε άλλο ανάλογον, που θα έχουν όλην την ελευθερίαν να καταχρασθούν και να αδικήσουν. – Αλήθεια λέγεις. – Δεν είναι λοιπόν εκ τούτου φανερόν ότι εις τας άλλας του συναλλαγάς, εις τας οποίας ευδοκιμεί θεωρούμενος έντιμος και δίκαιος κατορθώνει, με όχι μικράν επιβολήν επί του εαυτού του να συγκρατήση τας αγρίας επιθυμίας που κρύπτει μέσα του, όχι διότι είναι πεπεισμένος ότι αυτό είναι καλύτερον, ούτε διότι τας χαλιναγωγεί διά του ορθού λόγου, αλλ' εξ ανάγκης και από φόβον, διότι τρέμει μήπως χάση και την άλλην περιουσίαν; – Αναμφιβόλως. – Αλλ' όταν πρόκειται να εξοδεύσουν τα ξένα χρήματα, τότε μα την αλήθειαν, φίλε μου, θα ανακαλύψης εις τους πλείστους εξ αυτών κεκρυμμένας τας φυσικάς εκείνας επιθυμίας του κηφήνος. – Και εις τον υπέρτατον μάλιστα βαθμόν. – Ο τοιούτος λοιπόν άνθρωπος δεν θα είναι απηλλαγμένος εσωτερικών στάσεων, ούτε θα είναι ένας, αλλά διπλούς, διότι αι καλύτεραι και αι χειρότεραι επιθυμίαι, που έχει μέσα του, θα πολεμούν μεταξύ των, θα υπερισχύουν όμως οπωσδήποτε αι καλύτεραι. – Έτσι είναι. – Διά τούτο δε νομίζω θα τηρή ο τοιούτος τα εξωτερικά τουλάχιστον προσχήματα καλύτερα από πολλούς άλλους· η αληθινή όμως αρετή, η οποία προέρχεται από την εσωτερικήν ομόνοιαν και αρμονίαν της ψυχής, θα είναι βέβαια πράγμα τελείως άγνωστον δι' αυτόν. – Το πιστεύω. – Προκειμένου δε περί ευγενούς αμίλλης μεταξύ των πολιτών, ή διά καμμίαν νίκην, ή δι' ό,τι άλλο από τα ωραία αγωνίσματα της φιλοτιμίας, ο φιλοχρήματος κάθε άλλο παρά να λαμβάνη ενεργητικόν μέρος εις αυτά, διότι δεν θέλει να εξοδεύη χρήματα διά την δόξαν και τους τοιούτους αγώνας, και φοβείται να εξεγείρη μέσα του τας εξοδευτικάς επιθυμίας και να τας προσκαλέση εις βοήθειάν του και εις σύμπραξιν· πολεμεί λοιπόν με ολίγιστον μέρος από τα ιδικά του, πράγματι ολιγαρχικώς, και επομένως νικάται μεν πάντοτε, αλλά και πάντοτε μένει πλούσιος. – Έτσι είναι. – Θα αμφιβάλλωμεν λοιπόν ακόμη περί της πλήρους ομοιότητος, που υφίσταται μεταξύ της ολιγαρχουμένης πολιτείας και του φιλοχρημάτου και φειδωλού ανθρώπου; – Καθόλου.

– Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσωμεν πώς σχηματίζεται και ποίος είναι ο χαρακτήρ αυτής, ούτως ώστε, αφού γνωρίσωμεν και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, που της ομοιάζει, να υποβάλωμεν και αυτόν υπό την κρίσιν μας. – Θα ακολουθήσωμεν δηλαδή και εις αυτό την ιδίαν μας μέθοδον. – Ιδού λοιπόν πώς γίνεται η μετάβασις από την ολιγαρχίαν εις την δημοκρατίαν, ένεκα της απληστίας προς επαύξησιν της κεκτημένης περιουσίας, πράγμα το οποίον θεωρείται ως το ανώτατον αγαθόν εν τη ολιγαρχική πολιτεία. – Πώς γίνεται; – Επειδή οι άρχοντες εν αυτή οφείλουν το αξίωμά των εις τα μεγάλα των πλούτη, δεν τους συμφέρει να περιορίσουν διά νόμου την ελευθερίαν των ασώτων νέων, ώστε να μην έχουν το δικαίωμα να σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τας περιουσίας των, διά να αγοράζουν αυτοί τα αγαθά των ή να τους δανείζουν με βαρείς τόκους και τοιουτοτρόπως να αυξάνουν ακόμη περισσότερον τα πλούτη των και την υπόληψίν των. – Αναμφιβόλως. – Είναι όμως ήδη φανερόν, ότι αδύνατον συγχρόνως και να τιμούν τον πλούτον εις μίαν πόλιν, και να εξασκούν την εγκράτειαν και την σωφροσύνην, αλλά κατ' ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο. – Εκτός πάσης αμφιβολίας. – Παραμελούντες λοιπόν οι άρχοντες εις τας ολιγαρχικάς πολιτείας και μη φροντίζοντες να περιορίσουν την ακολασίαν, ηνάγκασαν πολλούς, ανθρώπους ίσως εκ φύσεως ευγενών αισθημάτων, να καταντήσουν εις την εσχάτην ένδειαν. – Μάλιστα. – Κάθηνται λοιπόν αυτοί εις την πόλιν με το κέντρον έτοιμον και ωπλισμένοι, άλλοι μεν κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα πολιτικά τους δικαιώματα, άλλοι και τα δύο μαζί, με την καρδίαν γεμάτην έχθραν και επιβουλήν εναντίον εκείνων, που επλούτησαν με τα λείψανα της περιουσίας των, και εναντίον όλων εν γένει των πολιτών, τρέφοντες σχέδια γενικής ανατροπής των πραγμάτων. – Έτσι είναι. – Εν τω μεταξύ οι χρηματισταί, πεσμένοι με τα μούτρα εις τη δουλειά των, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν καν αυτούς, περιμένουν τίνος από τους άλλους θα έλθη τώρα η σειρά να πέση εις τα νύχια των, διά να τον αφαιμάξουν, δανείζοντες εις αυτόν και λαμβάνοντες τόκους πολύ περισσοτέρους από το αρχικόν κεφάλαιον και αυξάνοντες τοιουτοτρόπως τον αριθμόν των πτωχών και των κηφήνων εις την {πόλιν}. – Πώς βέβαια να μην τον αυξάνουν; – Δεν εννοούν μολαταύτα ν' ανακόψουν την πρόοδον του κακού, που υποβόσκει, είτε απαγορεύοντες εις τους ιδιώτας, να διαθέτουν όπως τους φανή την περιουσίαν των, είτε και με ένα άλλο μέσον, διά του οποίου προλαμβάνονται όλα αυτά τα κακά. – Και ποίον είναι αυτό το μέσον; – Ένας νόμος, ο οποίος, ελλείψει του πρώτου, θα ηνάγκαζε τους πολίτας να είναι τίμιοι εις τας συναλλαγάς των· διότι αν ήθελέ τις ορίση τα τοιούτου είδους συμβόλαια να γίνωνται επί κινδύνω των δανειστών, και η τοκογλυφία θα εξησκείτο ολιγώτερον αναιδώς εις την πόλιν, και ολιγώτερα από αυτά τα κακά, που είπαμεν τώρα, θα ανεφύοντο εν αυτή. – Πολύ σωστά. – Ενώ τώρα οι άρχοντες δι' όλους αυτούς τους λόγους γίνονται αφορμή να περιέρχωνται εις αυτήν την κατάστασιν οι υπήκοοί των· αυτοί δε οι ίδιοι και τα τέκνα των ζώντες βίον τρυφηλόν και μη γυμνάζοντες ούτε τα σώματα ούτε τας ψυχάς των, καταντούν μαλθακοί και ανίκανοι να αντισταθούν και εις τας ηδονάς και εις τας λύπας. – Πράγματι. – Αλλ' αφού αυτοί οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτε άλλο, παρά πώς να αυξήσουν την περιουσίαν των, είναι δυνατόν να φροντίζουν περί αρετής περισσότερον από την τάξιν των πτωχών; – Όχι βέβαια.

– Λοιπόν, υπό τοιαύτας συνθήκας, όταν τύχη και ευρεθούν μαζί άρχοντες και υπήκοοι, είτε εις καμμίαν πορείαν, ή αποστολήν, ή εκστρατείαν κατά ξηράν ή θάλασσαν ως συστρατιώται ή συμπλωτήρες, ή εις οιανδήποτε άλλην περίστασιν και γνωρισθούν καλά μεταξύ των εις τους κινδύνους, βέβαια δεν θα έχουν λόγον οι πλούσιοι να περιφρονούν τους πτωχούς· αλλ' απεναντίας, όταν ένας πτωχός, ξερακιανός και ηλιοκαμμένος, τύχη να έχη παραστάτην εις τον πόλεμον κανένα πλούσιον, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδή να λαχανιάζη και να μην ηξεύρη πώς να εξοικονομήση τον εαυτόν του, δεν νομίζεις πως θα σκεφθή αμέσως, ότι από την ιδικήν των την ανανδρίαν είναι πλούσιοι οι τοιούτοι, και δεν θα λέγουν ο ένας του άλλου, όταν συναντώνται ιδιαιτέρως, ότι «οι άνθρωποί μας δεν αξίζουν τίποτε»; – Πολύ καλά το γνωρίζω, ότι αυτό πράγματι γίνεται.

– Λοιπόν, όπως ένα σώμα ασθενικόν δεν χρειάζεται παρά την ελαχίστην αφορμήν απέξω διά να πέση κάτω, ενίοτε δε υφίσταται γενικήν διατάραξιν και χωρίς καμμίαν εξωτερικήν αιτίαν, το ίδιον και μία πολιτεία, ευρισκομένη εις την αυτήν κατάστασιν, αρκεί μικρά αφορμή, διά να αναστατωθή και παραδοθή εις τον εμφύλιον πόλεμον, όταν ή οι πτωχοί επικαλεσθούν την βοήθειαν μιας δημοκρατουμένης πόλεως, ή οι πλούσιοι ολιγαρχουμένης, ενίοτε δε και χωρίς να γίνη και αυτό. – Πολύ σωστά. – Και το πολίτευμα μεταβάλλεται εις δημοκρατικόν, όταν, μου φαίνεται, υπερισχύσουν οι πτωχοί και άλλους μεν φονεύσουν, άλλους δε εξορίσουν, και μοιράσουν με τους λοιπούς εξ ίσου τας αρχάς και τα αξιώματα της πολιτείας [εκλεγομένων ως επί το πλείστον των αρχόντων διά του κλήρου]. – Κατ' αυτόν πράγματι τον τρόπον γίνεται η σύστασις της δημοκρατίας, είτε αν νικήσουν διά των όπλων οι πτωχοί, είτε αν οι πλούσιοι από φόβον αποφασίσουν να αποχωρήσουν μόνοι των εκ της πόλεως.

Бесплатно

0 
(0 оценок)

Читать книгу: «Πολιτεία, Τόμος 4»

Установите приложение, чтобы читать эту книгу бесплатно