Читать бесплатно книгу «Πολιτεία, Τόμος 1» Платона полностью онлайн — MyBook
 





Όπως πολύ θαυμάσια τα λέγει. Ως προς τούτο λοιπόν εγώ θεωρώ ότι τα πλούτη έχουν μεγάλην αξίαν, όχι διά κάθε άνθρωπον βέβαια, αλλά διά τον μετρημένον και φρόνιμον. Συντείνουν δηλαδή κατά μέγα μέρος εις το να μη εξαναγκασθή κανείς έστω και ακουσίως να εξαπατήση ή γελάση τον άλλον και να μη αναχωρήση διά τον άλλον κόσμον φοβισμένος εάν τύχη να οφείλη ή θυσίας εις θεόν τινα ή χρήματα εις άνθρωπον, και άλλας βεβαίως πολλάς ωφελείας παρέχουν^ αλλ' εγώ τουλάχιστον, αν τα σταθμίσω έν προς έν, θα έκρινα, ότι αυτή είναι όχι η μικροτέρα χρησιμότης του πλούτου δι' άνθρωπον όστις έχει νουν.

– Ωραιότατα λέγεις, είπον εγώ, Κέφαλε· αλλ' αυτό το πράγμα, την δικαιοσύνην, πώς τάχα θα το ορίσωμεν; ότι σημαίνει απλώς: να λέγωμεν την αλήθειαν και να αποδίδωμεν εκείνα τα οποία ηθέλομεν λάβη παρά τινος, ή μήπως ημπορεί και αυτά ενίοτε μεν να είναι δίκαια, ενίοτε όμως και άδικα; παραδείγματος χάριν, εάν τις ήθελε λάβη παρ' ενός φίλου του όπλα και έπειτα εκείνος ο φίλος τύχη και παραφρονήση, αν του τα ζητή οπίσω, πας τις βεβαίως οφείλει να παραδεχθή, ότι ούτε πρέπει να του τα αποδώση, ούτε δίκαιος θα ημπορούσε να ονομασθή αν του τα απέδιδε· επίσης και να λέγη πάσαν ανυποκρίτως την αλήθειαν εις άνθρωπον διατελούντα εν τοιαύτη καταστάσει. – Ορθά τα λέγεις, είπεν εκείνος. – Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της δικαιοσύνης, να λέγη τις την αλήθειαν και να αποδίδη εκείνα τα οποία ήθελε λάβη.

– Είναι και παραείναι, Σώκρατες, – είπεν ο Πολέμαρχος λαβών τον λόγον – εάν τουλάχιστον οφείλωμεν να πιστεύσωμεν τον Σιμωνίδην. – Κ' επάνω εις αυτό – είπεν ο Κέφαλος – σας παραδίδω τον λόγον· διότι πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω διά την θυσίαν μου. – Και λοιπόν, είπον εγώ, ορίζεις τον Πολέμαρχον κληρονόμον σου; – Βεβαιότατα, απήντησεν εκείνος γελάσας· και συγχρόνως εξήλθε διά την θυσίαν του. – Λέγε μας λοιπόν, είπον εγώ, εσύ ο κληρονόμος του λόγου, τι λέγει ο Σιμωνίδης περί δικαιοσύνης, το οποίον συ παραδέχεσαι ότι είναι ορθόν; – Λέγει, απήντησεν εκείνος, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδωμεν εις έκαστον τα οφειλόμενα· και εις τούτο ευρίσκω εγώ ότι έχει πληρέστατον δίκαιον. – Αλλά βέβαια, είπον εγώ, δεν είναι εύκολον να απιστή κανείς εις τον Σιμωνίδην· διότι είναι σοφός και θείος άνθρωπος. Τι είναι όμως ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει, συ μεν ίσως, Πολέμαρχε, να το γνωρίζης, εγώ όμως το αγνοώ· διότι είναι φανερόν ότι δεν εννοεί βέβαια, αυτό που ελέγομεν ημείς προ ολίγου, ότι δηλ. οφείλει τις να αποδώση εις ένα άνθρωπον ο οποίος έχασε τας φρένας του μίαν παρακαταθήκην, την οποίαν του ενεπιστεύθη εκείνος όταν τας είχε ακόμη, διότι βέβαια και η παρακαταθήκη είναι πράγμα οφειλόμενον· ή όχι; – Ναι – Ώστε κατ' ουδένα τρόπον δεν πρέπει να το αποδώσωμεν, όταν το ζητή άνθρωπος μη ευρισκόμενος εις τα λογικά του; – Αυτό είναι βέβαιον, απήντησεν εκείνος. – Κάτι άλλο λοιπόν εννοεί, καθώς φαίνεται, ο Σιμωνίδης, όταν λέγη ότι είναι δίκαιον να αποδίδωμεν τα οφειλόμενα. – Χωρίς αμφιβολίαν, είπεν εκείνος· καθόσον φρονεί, ότι οφείλουν οι φίλοι να κάμνουν καλόν εις τους φίλους των, ουδέποτε όμως κακόν. – Α, τώρα ενόησα, είπα εγώ, ότι δηλ. δεν αποδίδει τα οφειλόμενα, εκείνος όστις π. χ. αποδίδει μίαν χρηματικήν παρακαταθήκην εις τον φίλον, που του την ενεπιστεύθη, εάν και η απόδοσις και η παραλαβή είναι βλαβερά· αυτό δεν λέγεις ότι είναι το νόημα του Σιμωνίδου; – Βεβαιότατα. – Εις τους εχθρούς του όμως οφείλει τις να αποδίδη ό,τι τύχη να τους οφείλη; – Αναμφιβόλως, απήντησεν, εκείνο τουλάχιστον που τους οφείλεται· οφείλεται δε, κατά την γνώμην μου, εις τον εχθρόν εκ μέρους του εχθρού, εκείνο ακριβώς και που του αρμόζει, δηλ. κακόν. – Διετύπωσε λοιπόν, καθώς φαίνεται, είπον εγώ, ο Σιμωνίδης ολίγον αινιγματωδώς, ως ποιητής που είναι, το δίκαιον, διότι είχε μεν εις τον νουν του κατά πάσαν πιθανότητα, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδη τις εις έκαστον εκείνο που του αρμόζει, τούτο δε ωνόμασεν οφειλόμενον. – Αλλά τι άλλο νομίζεις; μου απήντησε. – Κάμε μου λοιπόν την χάριν και άκουσε. Εάν κανείς τον ηρώτα· «Ω Σιμωνίδη, ιατρική καλείται η τέχνη, η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή αρμόζον αποδίδει;» τι νομίζεις ότι θα μας απεκρίνετο; – Φανερόν ότι, απήντησεν, εκείνη η οποία προσφέρει εις τα σώματα τα φάρμακα, τας τροφάς και τα ποτά. – Τέχνη πάλιν μαγειρική καλείται εκείνη η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή αρμόζον αποδίδει; – Εις τα φαγητά τα καρυκεύματά των.

– Σύμφωνοι. Λοιπόν δικαιοσύνη θα εκαλείτο η τέχνη, η οποία εις τίνας τι αποδίδει; – Εάν πρέπη να είμεθα συνεπείς με εκείνα τα οποία είπομεν πριν, εκείνη η οποία αποδίδει εις τους φίλους και τους εχθρούς ωφελείας και βλάβας. – Το να ευεργετή λοιπόν κανείς τους φίλους του και να βλάπτη τους εχθρούς του, αυτό ονομάζει δικαιοσύνην; – Έτσι μου φαίνεται. – Ποίος λοιπόν είναι ικανώτατος να κάμνη καλόν εις φίλους ασθενούντας και κακόν εις τους εχθρούς εις ό,τι αποβλέπει την ασθένειαν και την υγιείαν; – Ο ιατρός. – Και ποίος εις τους ταξιδεύοντας, όσον αφορά τους κινδύνους της θαλάσσης; – Ο κυβερνήτης.

– Ο δε δίκαιος πάλιν, εις ποίαν πράξιν και όσον αφορά ποίον έργον είναι ικανώτατος να ωφελή τους φίλους και να βλάπτη τους εχθρούς; – Εις τον πόλεμον, μου φαίνεται, μαχόμενος μεν εναντίον αυτών, υπερασπιζόμενος δε εκείνους. – Έστω· εις τους μη ασθενούντας όμως, φίλε Πολέμαρχε, ο ιατρός είναι άχρηστος. – Πραγματικώς. – Και εις τους μη ταξιδεύοντας επίσης ο κυβερνήτης. – Ναι. Και ο δίκαιος άρα γε κατά τον αυτόν λόγον είναι άχρηστος εις τους μη πολεμούντας; – Δεν ημπορώ να το παραδεχθώ ολότελα αυτό. – Ώστε είναι χρήσιμον άρα γε πράγμα και εν ειρήνη η δικαιοσύνη; – Χρήσιμον. – Αλλά και η γεωργία είναι επίσης· ή όχι; – Ναι. – Διά την εσοδείαν βέβαια καρπού. – Ναι. – Αλλά και το επάγγελμα προσέτι του υποδηματοποιού; – Ναι. – Προς κατασκευήν βέβαια υποδημάτων, μου φαίνεται ότι θα απήντας. – Σωστά.

– Αι, λοιπόν! η δικαιοσύνη προς ποίαν χρήσιν ή προς ποίον έργον θα μου απαντούσες ότι είναι ωφέλιμος εν ειρήνη; – Εις τας συναλλαγάς, Σωκράτη. – Συναλλαγάς δε εννοείς τους συνεταιρισμούς, ή τίποτε άλλο; – Αυτό ακριβώς. – Άρα γε λοιπόν εις το παιγνίδιον των κύβων έξαφνα καλός και χρήσιμος σύντροφος θα ήτο ο δίκαιος, ή ο εξ επαγγέλματος παίκτης; – Ο παίκτης. – Και όσον αφορά την συναρμογήν πλίνθων και λίθων, ο δίκαιος θα ήτο χρησιμότερος και προτιμότερος να συνεργασθή μαζί σου, παρά ο οικοδόμος; – Κάθε άλλο βέβαια. – Αλλά περί τίνος λοιπόν πράγματος προκειμένου θα επεζήτεις την σύμπραξιν του δικαίου μάλλον παρά του μουσικού, όπως πάλιν έξαφνα θα ήτο μάλλον επιζήτητος ο μουσικός προκειμένου περί κανενός οργάνου; – Μα, μου φαίνεται, εάν επρόκειτο περί διαχειρίσεως χρημάτων. – Εκτός όμως πάλιν ίσως, Πολέμαρχε, όταν θα εχρειάζετο να κάμης χρήσιν χρημάτων, εις περίπτωσιν που απεφασίζετο να προβήτε από κοινού εις αγοράν ή πώλησιν κανενός ίππου· διότι τότε, νομίζω, θα εχρειάζετο ο ειδικός εμπειρογνώμων· ή όχι; – Φαίνεται. – Όπως και αν επρόκειτο περί πλοίου, ο ναυπηγός ή ο κυβερνήτης. – Μάλιστα. – Ποίαν λοιπόν από κοινού χρήσιν όταν θέλω να κάμω των χρημάτων μου, θα μου ήτο ο δίκαιος χρησιμώτερος από κάθε άλλον; – Όταν θέλης να τα βάλης παρακαταθήκην και να τα διαφυλάξης από πάσαν απώλειαν. – Α, ώστε λοιπόν λέγεις, όταν δεν θέλω να τα εργασθώ, αλλά να τα αφήσω να κάθωνται; – Εννοείται. – Όταν λοιπόν είναι άχρηστα τα χρήματα, τότε είναι χρήσιμος δι' αυτά η δικαιοσύνη. – Καθώς φαίνεται.. – Και όταν λοιπόν πρέπη να διαφυλάξω και κανέν δρέπανον ή ιδικόν μου ή από κοινού με κανένα άλλον, και τότε θα μου χρησιμεύση η δικαιοσύνη· ενώ, όταν πρόκειται να το μεταχειρισθώ, η αμπελουργική. – Φαίνεται. – θα είπης επομένως, και όταν χρειασθή να φυλάξω καμμίαν ασπίδα και λύραν και να μην τα μεταχειρίζωμαι, ότι είναι χρήσιμος τότε η δικαιοσύνη, ενώ εις την εναντίαν περίπτωσιν η οπλομαχητική και η μουσική. – Κατ' ανάγκην. – Ώστε και δι' όλα τα άλλα η δικαιοσύνη άχρηστος μεν είναι διά την χρήσιν εκάστου πράγματος, χρήσιμος δε μόνον διά την αχρηστίαν του;

– Εκεί καταντά.

– Δεν θα ήτο λοιπόν, φίλε μου, και πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα η δικαιοσύνη, εάν η χρησιμότης της περιωρίζετο μόνον εις τα άχρηστα· και παρακολούθησε τώρα αυτόν τον συλλογισμόν μου. Άρα γε εκείνος όστις, είτε εις την πυγμαχίαν είτε και εις άλλην τινά μάχην, είναι επιτηδειότατος να καταφέρη κτυπήματα, δεν είναι συγχρόνως και επιτηδειότατος να προφυλαχθή από τα πλήγματα του αντιπάλου του; – Είναι βεβαιότατα. – Άρα λοιπόν και εκείνος που είναι ικανώτατος να προφυλαχθή από νόσον, δεν είναι και ο πλέον επιτήδειος να την εμβάλη εις ένα άλλον: – Μου φαίνεται. – Τοιουτοτρόπως πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι εκείνος είναι ο άριστος φύλαξ ενός στρατοπέδου, όστις δύναται να προβλέψη και να κλέψη τα σχέδια και τας λοιπάς πράξεις των εχθρών – Χωρίς αμφιβολίαν. – Κατά συνέπειαν ο καταλληλότατος φύλαξ ενός πράγματος είναι συνάμα και ο επιτηδειότατος κλέπτης αυτού. – Φαίνεται.

– Εάν επομένως ο δίκαιος είναι ικανός να φυλάξη χρήματα, θα ήτο επίσης και ικανώτατος να τα κλέψη. – Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα του συλλογισμού μας. – Νά λοιπόν που απεδείχθη κλέπτης ο δίκαιος· και φαίνεται να έλαβες αυτό το μάθημα από τον Όμηρον· διότι και εκείνος έχει ιδιαιτέραν στοργήν προς τον Αυτόλυκον, τον προς μητρός πάππον του Οδυσσέως, και λέγει ότι υπερέβαινεν όλους τους ανθρώπους εις την κλεπτοσύνην και την ψευδορκίαν· και φαίνεται επομένως και κατά σε και κατά τον Όμηρον και κατά τον Σιμωνίδην, ότι η δικαιοσύνη είναι κάποια τέχνη κλοπής, μόνον όπου γίνεται προς ωφέλειαν των φίλων και προς βλάβην των εχθρών· δεν έλεγες έτσι; – Όχι βέβαια, μα τον θεόν! Αλλά και εγώ δεν γνωρίζω τώρα τι έλεγα· εις αυτό όμως επιμένω ακόμη, ότι η δικαιοσύνη ωφελεί μεν τους φίλους βλάπτει δε τους εχθρούς.

– Αλλά τι εννοείς λέγων φίλους; εκείνους, οι οποίοι μας φαίνονται άνθρωποι χρηστοί, ή εκείνους, οι οποίοι είναι πράγματι χρηστοί, και αν ακόμη δεν τους θεωρούμεν τοιούτους; το ίδιον δε και περί των εχθρών; – Φυσικόν είναι, όσους θεωρούμεν χρηστούς να τους αγαπώμεν, και όσους πάλιν νομίζομεν φαύλους να τους μισώμεν. – Αλλά τάχα δεν συμβαίνει πολλές φορές να απατώνται οι άνθρωποι εις τας κρίσεις των και να νομίζουν χρηστούς πολλούς ανθρώπους δίχως να είναι, και το εναντίον; – Βεβαίως συμβαίνει. – Ώστε εις τους τοιούτους οι μεν αγαθοί είναι εχθροί, οι δε κακοί φίλοι. – Μάλιστα. – Αλλ' όμως έχουν δίκαιον τότε αυτοί να ωφελούν μεν τους πονηρούς, να βλάπτουν δε τους αγαθούς. – Φαίνεται. – Και όμως οι αγαθοί είναι δίκαιοι και ανίκανοι να προξενήσουν κακόν. – Αληθέστατον. – Σύμφωνα όμως με τον λόγον σου είναι δίκαιον να βλάπτωμεν ανθρώπους, που δεν μας κάμνουν κανένα κακόν. – Το αποκρούω αυτό διαρρήδην, Σώκρατες· είναι ημαρτημένον προφανώς το συμπέρασμα. – Τους αδίκους λοιπόν είναι δίκαιον να βλάπτωμεν, τους δε δικαίους να ωφελούμεν. – Αυτό φαίνεται σωστότερον. – Θα συμβή όμως εις πολλούς, Πολέμαρχε, οίτινες απατώνται εις τας περί των ανθρώπων κρίσεις των, να είναι δίκαιον τους μεν φίλους να βλάπτουν, διότι τους θεωρούν φαύλους, τους δε εχθρούς να ωφελούν, διότι είναι κατ' αυτούς χρηστοί. Και έτσι φθάνομεν εις το αντίθετον συμπέρασμα από εκείνο, που είπομεν ότι εννοεί ο Σιμωνίδης.

Бесплатно

0 
(0 оценок)

Читать книгу: «Πολιτεία, Τόμος 1»

Установите приложение, чтобы читать эту книгу бесплатно