Читать бесплатно книгу «Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B» Платона полностью онлайн — MyBook
cover

Αυτά λοιπόν μας έκαμε να ειπούμεν περιπλέον η εξέτασις του πολιτεύματος των Περσών. Ευρίσκομεν δε ότι με τον καιρόν έγιναν χειρότεροι. Αιτία δε είπαμεν ότι είναι ότι αφήρεσαν την ελευθερίαν του δήμου, και εφήρμοσαν τον δεσποτισμόν περισσότερον του πρέποντος, και διά τούτο έχασαν την φιλίαν και το κοινόν συμφέρον της πόλεως. Αφού δε αυτό κατεστράφη, δεν φροντίζει το συμβούλιον των αρχόντων διά τους υπηκόους και τον δήμον, αλλά διά την διατήρησιν της εξουσίας των, οσονδήποτε ολίγον και αν νομίζουν ότι θα κερδίσουν οι ίδιοι, και αφού έφεραν εις παραλυσίαν τας πόλεις και ανεστάτωσαν με πυρ και με σίδηρον έθνη φιλικά, τόρα μισούν και μισούνται εχθρικώς και αδιαλλάκτως. Οσάκις δε λαμβάνουν ανάγκην των δήμων, διά να πολεμήσουν προς χάριν των (των αρχόντων), τότε πάλιν δεν ευρίσκουν εις αυτούς ούτε κοινότητα συμφερόντων ούτε προθυμίαν διά τους κινδύνους και τας μάχας, αλλά, ενώ έχουν χιλιάδας των χιλιάδων ανυπολογίστους, τας έχουν όλας αχρήστους διά τον πόλεμον, και ως να στερούνται ανθρώπους ζητούν μισθωτούς και νομίζουν ότι είναι δυνατόν ποτέ να σωθούν από μισθωτούς και ξενικούς ανθρώπους. Εκτός δε τούτου αναγκάζονται να είναι αμαθείς, διότι λέγουν εμπράκτως ότι απέναντι του χρυσού και του αργύρου είναι φλυαρίαι όσα θεωρούνται έντιμα και ένδοξα εις μίαν πόλιν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Και λοιπόν το ζήτημα των Περσών, ότι δηλαδή δεν διοικούνται σήμερον ορθώς ένεκα της υπερβολικής δουλείας και του δεσποτισμού, ας λάβη τέλος.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Τόρα δε πάλιν είναι ανάγκη να εξετάσωμεν ομοίως το πολίτευμα της Αττικής, διά να ιδούμεν ότι η απόλυτος ελευθερία από όλας τας αρχάς δεν είναι ασημάντως χειροτέρα παρά η μετριασμένη εξάρτησις από άλλους. Δηλαδή ημείς, κατά την εποχήν εκείνην που έγινε η επίθεσις των Περσών εναντίον της Ελλάδος, ίσως δε και εναντίον όλης σχεδόν της Ευρώπης, είχαμεν πολίτευμα παλαιόν και τα αξιώματα εδίδοντο συμφώνως προς τας τέσσαρας τάξεις τιμημάτων και εβασίλευε κάποια κυρίαρχος εντροπή, χάριν της οποίας ήμεθα τότε πρόθυμοι να ζώμεν ως υπηρέται των νόμων. Και ακριβώς επειδή εκτός τούτων η κατά ξηράν και θάλασσαν εκστρατεία ήτο κολοσσιαία και επροξένησεν απέραντον φόβον, μας ενέπνευσε ακόμη μεγαλιτέραν δουλείαν προς τους άρχοντας και τους νόμους, και από όλα αυτά μας ήλθε μεταξύ μας μία υπερβολική φιλία. Δηλαδή σχεδόν δέκα έτη προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας είχε έλθει ο Δάτις οδηγών μίαν Περσικήν εκστρατείαν, διότι τον έστειλε ο Δαρείος ρητώς εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων, διά να τους εξανδραποδίση και τους μεταφέρη, δηλώσας εις αυτόν ότι θα φονευθή, εάν δεν επιτύχη. Και ο Δάτις τους μεν Ερετριείς εις ολίγον διάστημα τους ενίκησε κατά κράτος με πολλάς χιλιάδας στρατού και άφησε εις την πόλιν μας κάποιαν φοβεράν διάδοσιν, ότι κανείς Ερετριεύς δε του εξέφυγε. Δηλαδή συνέδεσαν τάχα μεταξύ των τας χείρας των οι στρατιώται του Δάτιδος και εψάρευσαν όλην την Ερέτριαν. Αυτός λοιπόν ο λόγος, είτε αληθής είτε οποιαδήποτε εφεύρεσις είναι, ετρόμαξε και όλους τους άλλους Έλληνας και προ πάντων τους Αθηναίους, και, όταν έστειλαν πρεσβείαν παντού διά βοήθειαν, κανείς δεν ήθελε να τους βοηθήση εκτός των Λακεδαιμονίων. Αυτοί όμως ένεκα του πολέμου τον οποίον είχαν τότε με τους Μεσσηνίους και ίσως και διά κανέν άλλο εμπόδιον, το οποίον δεν γνωρίζομεν ρητώς, οπωσδήποτε έφθασαν μίαν ημέραν αργότερα από την μάχην, η οποία έγινε εις τον Μαραθώνα. Κατόπιν δε ηκούοντο μεγάλαι προπαρασκευαί και ήρχοντο συχνά απειλαί εκ μέρους του βασιλέως της Περσίας, εις ολίγον όμως διεδόθη ότι ο μεν Δαρείος απέθανε, ο δε υιός του, νέος και ακάθεκτος, ανέλαβε την εξουσίαν και διόλου δεν απεμακρύνθη από την επίθεσιν. Οι δε Αθηναίοι ενόμιζαν ότι όλη αυτή η προετοιμασία γίνεται εναντίον των διά το συμβάν του Μαραθώνος και, επειδή εμάνθαναν ότι ο Άθως κόπτεται διά διώρυγος και ότι ο Ελλήσποντος ενώνεται διά γεφύρας και ότι είναι μέγας ο στόλος, ενόμισαν ότι δεν υπάρχει δι' αυτούς σωτηρία ούτε κατά ξηράν ούτε κατά θάλασσαν. Διότι εφαντάζοντο ότι δεν θα τους εβοήθει κανείς – επειδή ενθυμούντο ότι, και όταν οι Πέρσαι ήλθαν διά πρώτην φοράν και διέπραξαν τας βιαιότητας εις την Ερέτριαν, και τότε τους Αθηναίους κανείς δεν τους εβοήθησε ούτε ερριψοκινδύνευσε εις την μάχην, επομένως το ίδιον επερίμεναν ότι θα γίνη και τότε τουλάχιστον κατά ξηράν – και κατά θάλασσαν δε πάλιν έβλεπαν απόλυτον έλλειψιν σωτηρίας, διότι ήρχοντο εναντίον των πλοία χίλια και ακόμη περισσότερα. Λοιπόν μίαν σωτηρίαν εσκέφθησαν, απίθανον μεν και απελπιστικήν, οπωσδήποτε όμως μόνην, αφού έλαβαν υπ' όψιν των το προηγούμενον γεγονός, δηλαδή ότι από απελπισίαν και τότε εφάνη ότι ενίκησαν εις την μάχην. Εις αυτήν λοιπόν την ελπίδα στηριζόμενοι εύρισκαν ότι καταφύγιον διά τον εαυτόν των είναι μόνον αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί. Όλα αυτά λοιπόν ενέπνεαν εις αυτούς φιλίαν μεταξύ των, δηλαδή ο φόβος ο παρουσιασθείς τότε και ο γεννηθείς από τους προηγουμένους νόμους, ο οποίος ήτο υποδούλωσις εις τους νόμους εκείνους, αυτόν που ωνομάσαμεν πολλάκις εις τα προηγούμενα εντροπήν, εις την οποίαν είπαμεν ότι πρέπει να είναι υπόδουλοι όσοι θέλουν να γίνουν αγαθοί, και από την οποίαν ο δήμος είναι ελεύθερος και άφοβος. Διότι αυτός, εάν τότε δεν τον εκυρίευε ο τρόμος, δεν ήτο δυνατόν να συνασπισθή και να αμυνθή ούτε να υπερασπίση τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και όλους τους ιδικούς του και συγχρόνως και φίλους, καθώς εβοήθησε τότε, αλλά θα εχωριζόμεθα εις μικρά τμήματα όλοι μας και θα εσκορπιζόμεθα άλλος εδώ και άλλος εκεί.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Πολύ ορθά ωμίλησες, Ξένε μου, και καθώς αρμόζει εις σε και εις την πατρίδα σου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Εις αυτό έχεις δίκαιον, καλέ Μέγιλλε. Και βεβαίως προς σε είναι δίκαιον να ειπώ όσα συνέβησαν εκείνην την εποχήν, διότι μετέχεις εκ φύσεως της φιλίας των πατέρων σου προς τας Αθήνας. Πρόσεχε όμως και συ και ο Κλεινίας αν λέγομεν πράγματα αρμόζοντα εις την νομοθεσίαν. Διότι βεβαίως δεν ομιλώ χάριν διηγήσεως μύθων, αλλά χάριν του ζητήματός μας. Και προσέξετε να ιδήτε. Επειδή κάπως το ίδιον πάθημα συνέβη εις ημάς καθώς εις τους Πέρσας, εις εκείνους μεν με το να σύρουν τον δήμον εις την δουλείαν, εις ημάς δε πάλιν αντιθέτως με το να προτρέπωμεν τον λαόν εις απόλυτον ελευθερίαν, τόρα λοιπόν τι συμπέρασμα έχομεν να ειπούμεν από αυτά; Η προηγηθείσα συζήτησίς μας σχεδόν είναι πολύ ορθή.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Καλά λέγεις, αλλά προσπάθησε να εξηγήσης καθαρώτερα εις ημάς αυτό που λέγεις τόρα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Αυτό θα γίνη. Αγαπητοί μου φίλοι, εις την εποχήν των παλαιών νόμων δεν ήτο κανενός κυρίαρχος ο δήμος, αλλά κάπως ήτο εκουσίως υπόδουλος εις τους νόμους.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Ποίους εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Τους περιστρεφομένους εις την μουσικήν πρώτον της εποχής εκείνης, αν θέλης να εξετάσωμεν από την αρχήν την μεγάλην πρόοδον του φιλελευθέρου βίου. Δηλαδή τότε η μουσική μας ήτο διηρημένη εις τα διάφορα είδη της και τα σχήματα, και κάποιον είδος άσματος ήσαν αι ευχαί προς τους θεούς, αι οποίαι ωνομάζοντο ύμνοι. Και εις αυτό δε υπήρχε έν αντίθετον είδος άσματος, και αυτό ημπορούσε κανείς κυρίως να το ονομάση θρήνους. Και άλλο είδος ήσαν οι παιάνες, και έν άλλο η γέννησις του Διονύσου, το οποίον, νομίζω, ελέγετο διθύραμβος. Αυτό δε το ίδιον είδος το ωνόμαζαν ακριβώς νόμους, ως κάποιον διαφορετικόν άσμα· επρόσθεταν δε τον χαρακτηρισμόν κιθαρωδικούς. Αφού λοιπόν όλα αυτά και μερικά άλλα είχαν τακτοποιηθή, δεν επετρέπετο να εφαρμόση κανείς παρανόμως άλλο άσμα εις άλλο είδος μελωδίας. Το δε κύρος εις αυτά διά την ανακάλυψιν και την δίκην έπειτα και τιμωρίαν του ανακαλυφθέντος ως παραβάτου δεν απετελείτο από καμμίαν σφυρίκτραν ούτε από απειροκάλους φωνάς του λαού, καθώς τόρα, ούτε πάλιν από χειροκροτήματα εκφράζοντα επιδοκιμασίαν, αλλά όσοι μεν ήσαν τελείως κατηρτισμένοι έπρεπε να ακούουν μέχρι τέλους με σιωπήν, εις δε τους παίδας και τους παιδονόμους και τον περισσότερον λαόν ο συνετισμός εγίνετο με την ευλογημένην (σωφρονιστικήν) ράβδον, εις αυτά λοιπόν τόσον πρόθυμον ήτο το πλήθος των πολιτών να εξουσιάζεται, και να μη τολμά να κρίνη με θόρυβον. Κατόπιν όμως με τον καιρόν αρχηγοί μεν της απειροκάλου παρανομίας έγιναν οι εκ φύσεως μεν συνθέται, αλλά αμαθείς ως προς το δίκαιον της Μούσης και το νόμιμον, μεθύοντες και περισσότερον του δέοντος κυριευόμενοι από την ηδονήν, και αναμιγνύοντες θρήνους με ύμνους και παιάνας διθυράμβους, και μάλιστα τας αυλωδίας νοθεύοντες με τας κιθαρωδίας, και όλα με όλα συνδυάζοντες, ακουσίως ένεκα της αμαθείας ψευδόμενοι περί της μουσικής, ότι αυτή δεν έχει καμμίαν ορθότητα, αλλά μόνον από την ηδονήν του απολαμβάνοντος αυτήν ημπορεί να κριθή ορθότατα αν είναι καλλιτέρα ή χειροτέρα. Συνθέτοντες λοιπόν τοιαύτα έργα και προσθέτοντες αναλόγους στίχους ενέπνευσαν εις τους περισσοτέρους παρανομίαν και πραξικοπήματα απέναντι της μουσικής, ως να είναι ικανοί να την κρίνουν. Από αυτό λοιπόν τα ακροατήρια από σιωπηλά έγιναν θορυβώδη, ως να γνωρίζουν το καλόν και το κακόν εις την μούσαν, και αντί της υπερισχύσεως των καλλιτέρων επεκράτησεν εις αυτήν πονηρά θεατροκρατία.

Διότι βεβαίως, εάν μόνον δημοκρατία υπήρχε εις αυτήν από ελευθέρους άνδρας, δεν θα ήτο τόσον πολύ κακόν το πράγμα. Τόρα όμως εις ημάς, εις τον τόπον της μουσικής, ήρχισε η δοκησισοφία όλων εις όλα και η παρανομία, την ηκολούθησε η ελευθερία. Διότι εγίνοντο άφοβοι, ωσάν τάχα να την εγνώριζαν, η δε αφοβία εγέννησε την αναίδειαν. Δηλαδή το να μη φοβήται κανείς την γνώμην του καλλιτέρου από θρασύτητα, αυτό ακριβώς αποτελεί την πονηράν αναίδειαν, με κάποιαν βεβαίως πολύ παράτολμον ελευθερίαν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Ομιλείς πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Ως συνέχεια λοιπόν αυτής της ελευθερίας είναι εύκολον να προκύψη το να μη θέλη κανείς να είναι υποχείριος εις τους άρχοντας, και κατόπιν από αυτήν το να αποφεύγη του πατρός και της μητρός και των μεγαλιτέρων την υπακοήν και την νομοθέτησιν, και όταν πλησιάσουν εις το τέλος πλέον να ζητούν να μην υπακούουν εις τους νόμους, όταν δε φθάσουν πλέον εις το τέλος, να μη σκοτίζωνται διόλου δι' όρκους και διά τον λόγον της τιμής των και διά τους θεούς, αποδεικνύοντες και αντιγράφοντες την λεγομένην Τιτανικήν (ανυπότακτον) φύσιν, και, αφού καταντήσουν εις εκείνην πάλιν την κατάστασιν, να ζουν εις κακήν εποχήν και ποτέ να μη παύσουν τα δυστυχήματά των. Και λοιπόν προς τι ελέχθησαν μεταξύ μας και αυτά όλα; Μου φαίνεται ότι πρέπει τον λόγον να τον σύρωμεν εις τα οπίσω καθώς τον ίππον, και όχι να έχη αχαλίνωτον στόμα, το οποίον παρασύρεται διά της βίας από τον λόγον, και να πέσωμεν, καθώς λέγει η παροιμία, από τον όνον, αλλά να εξαναρωτούμεν διά το προ ολίγου λεχθέν, διά ποίον λόγον άραγε ελέχθη.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Λοιπόν αυτά ελέχθησαν χάριν εκείνων.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Ποίων;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Είπαμεν ότι ο νομοθέτης οφείλει εις τρία να προσέχη, όταν νομοθετή, δηλαδή πώς να είναι ελευθέρα η νομοθετουμένη πόλις, και αστασίαστος, και να έχη νουν. Αυτά είπαμεν. Δεν είναι έτσι;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Λοιπόν εξ αιτίας αυτών επροτιμήσαμεν από τας πολιτείας την πλέον απολυταρχικήν και την πλέον φιλελευθέραν, και τόρα εξετάζομεν ποία από αυτάς τας δυο πολιτεύεται ορθώς, υποθέσαντες δε διά καθεμίαν από αυτάς κάποιαν μετριότητα, εκείνης μεν ως προς τον δεσποτισμόν, αυτής δε ως προς την ελευθερίαν, ενοήσαμεν ότι τότε περισσότερον επήλθε ευτυχία με αυτάς, εν ώ, όταν εξώκειλαν εις τα άκρα, εκείνη μεν ως προς την υποδούλωσιν, αυτή δε ως προς το αντίθετον, δεν τας ωφέλησε ούτε εκείνας ούτε αυτάς.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Αυτό είναι μεγάλη αλήθεια.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Και βεβαίως χάριν αυτών εξετάσαμεν και τον συνοικισμόν του Δωρικού στρατοπέδου και τους πρόποδας του Δαρδάνου μαζί με τον παραλιακόν συνοικισμόν, και τους πρώτους εκείνους οι οποίοι εσώθησαν από την καταστροφήν. Ακόμη δε και την προηγουμένην από αυτά συζήτησιν μας περί μουσικής και μέθης και όσα προηγήθησαν ακόμη από αυτά. Δηλαδή όλα αυτά τα είπαμεν με σκοπόν να εννοήσωμεν πώς είναι δυνατόν άραγε να κτισθή καλλίτερον μία πόλις, και ιδιωτικώς πώς ημπορεί ο καθείς να ζη την ζωήν του καλλίτερα, εάν δε ωφελήσαμεν εις τίποτε ή όχι, ποία εξέλεγξις ημπορεί να λεχθή μεταξύ μας από τον εαυτόν μας, αγαπητέ Μέγιλλε και Κλεινία;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Εγώ, καλέ Ξένε, νομίζω ότι εννοώ κάποιαν εξέλεγξιν. Φαίνεται ότι με κάποιαν τύχην έγιναν όλοι αυτοί οι λόγοι μεταξύ μας, τους οποίους είπαμεν: Δηλαδή σχεδόν συμπίπτει να έχω την ανάγκην αυτών σήμερον, και πάλιν επικαίρως κάπως παρευρίσκεστε εδώ και συ και ο Μέγιλλος απ' εδώ. Διότι δεν θα σας αποκρύψω τι μου συμβαίνει προς το παρόν, αλλά και ως καλόν οιωνόν κάπως το θεωρώ. Δηλαδή το μεγαλίτερον μέρος της Κρήτης σχεδιάζει να κάμη κάποιαν αποικίαν, και δίδει εντολήν εις τους Κνωσίους να λάβουν την πρωτοβουλίαν του ζητήματος, η δε πόλις των Κνωσίων αναθέτει την εντολήν εις εμέ και εις άλλους εννέα άνδρας. Συγχρόνως δε μας αναθέτει και νόμους να θέσωμεν και από τους εντοπίους, όσοι τυχόν μας αρέσουν, και από κανέν άλλο μέρος, χωρίς να λάβωμεν υπ' όψιν το ξενικόν αυτών, αρκεί να φαίνωνται καλλίτεροι. Τόρα λοιπόν ας λάβωμεν όλοι μαζί δι' όλους αυτήν την ευχαρίστησιν. Από όσα είπαμεν ας εκλέξωμεν συζητητικώς και ας δημιουργήσωμεν μίαν πόλιν, ως να την κτίζωμεν από την αρχήν, και ούτω συγχρόνως θα εξετάζωμεν αφ' ενός το ζήτημά μας, και αφ' ετέρου εγώ πολύ πιθανόν να χρησιμοποιήσω εις την μέλλουσαν πόλιν αυτό το σχέδιον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Βεβαίως δεν μας φέρεις κανένα πόλεμον, καλέ Κλεινία. Αλλά, αν δεν υπάρχη κανέν εμπόδιον εις τον Μέγιλλον, πίστευε ότι το κατ' εμέ όσον είναι δυνατόν είμαι σύμφωνος μαζί σου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Πολύ καλά ομιλείς.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ

Και εγώ βεβαίως είμαι σύμφωνος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Καλά είπατε και οι δύο. Λοιπόν ας δοκιμάσωμεν πρώτον με την συζήτησιν να ιδρύσωμεν την πόλιν.

Бесплатно

0 
(0 оценок)

Читать книгу: «Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B»

Установите приложение, чтобы читать эту книгу бесплатно