Πολύ ορθά ομιλείς.
Φιλόθεον δε κάπως και ευτυχή θεωρούντες τον έβδομον βαθμόν ας τον εμπιστευθώμεν εις κάποιον κλήρον και όποιος μεν κληρωθή ας εξουσιάζη, όστις δε αποτύχη ας ειπούμεν ότι είναι δικαιότατον να αποσυρθή και να εξουσιάζεται.
Αυτό είναι πολύ αληθές.
Βλέπεις λοιπόν, φίλε νομοθέτα, ημπορούν να μας αντιτείνουν, αστειευόμενοι με κανένα από τους απερισκέπτως ερχομένους διά να θέσουν νόμους, πόσοι βαθμοί εξουσιών υπάρχουν και πόσον αντίθετοι εκ φύσεως μεταξύ των; Διότι τόρα βεβαίως ημείς ανεκαλύψαμεν κάποιαν πηγήν των διχονοιών, την οποίαν συ πρέπει να θεραπεύσης. Πρώτον δε μαζί μας σκέψου αναδρομικώς, πώς και εις τι έσφαλαν παραβαίνοντες αυτά οι βασιλείς του Άργους και της Μεσσήνης και κατέστρεφαν και το εαυτόν των και την δύναμιν των Ελλήνων, η οποία ήτο αξιοθαύμαστος την εποχήν εκείνην. Όχι άραγε διότι δεν ενόησαν τον Ησίοδον, ο οποίος λέγει πολύ ορθά ότι πολλάκις το μισό είναι περισσότερον από το όλον, και ότι όταν είναι ζημία να λάβης το όλον, ενώ το μισό είναι μέτριον, τότε εθεώρησε ότι το μέτριον είναι περισσότερον από το αλογάριαστον, διότι εκείνο είναι καλλίτερον, τούτο δε χειρότερον;
Πολύ ορθά βεβαίως.
Λοιπόν άραγε περισσότερον θα νομίσωμεν ότι τούτο βλάπτει, όταν συμβή εις τας βασιλείας ή εις τας δημοκρατίας;
Το λογικόν και το συχνότερον είναι, να είναι των βασιλέων αυτή η ασθένεια, επειδή ζουν με υπερηφάνειαν ένεκα της τρυφηλότητος.
Λοιπόν δεν είναι φανερόν, ότι πρώτα πρώτα οι τότε βασιλείς αυτό είχαν, δηλαδή το να καταχρώνται τους θεσπισθέντας νόμους, και ό,τι ενέκριναν με λόγους και με όρκον, δεν το ετήρησαν πιστώς, αλλά η ασυμφωνία με τον εαυτόν των, καθώς ημείς το χαρακτηρίζομεν, η οποία είναι η μεγαλιτέρα αμάθεια, και μόνον νομίζεται ως σοφία, όλα εκείνα τα κατέστρεcε από πλάνην και πικράν απαιδευσίαν;
Αυτό φαίνεται πιθανόν.
Πολύ καλά. Λοιπόν ο νομοθέτης τι έπρεπε να φοβάται τότε που ενομοθέτει διά την γέννησιν τούτου του παθήματος; Μήπως άραγε δι' όνομα των θεών τόρα μεν δεν είναι διόλου σοφόν να εννοήσωμεν αυτό ούτε δύσκολον να το ειπούμεν, εάν όμως ήτο δυνατόν να το προβλέψη κανείς τότε, θα ήτο ίσως σοφώτερος από ημάς ο προβλέπων αυτό;
Ποίον λοιπόν εννοείς;
Τόρα είναι δυνατόν, καλέ Μέγιλλε, να ρίψωμε βλέμμα εις τα γεγονότα του τόπου σας, διά να εννοήσωμεν, και αφού εννοήσωμεν, είναι εύκολον να ειπούμεν τι έπρεπε να γίνη τότε.
Ειπέ το ακόμη καθαρώτερα.
Λοιπόν το καθαρώτερον από όλα ίσως είναι το εξής.
Ποίον;
Εάν κανείς εις μικρότερα πράγματα προσθέση μεγαλιτέραν δύναμιν παραμελήσας τα μέτριον, λόγου χάριν εις τα πλοία ιστία και εις τα σώματα τροφήν και εις τας ψυχάς κυριαρχίαν, όλα βεβαίως αυτά ανατρέπονται και εκτροχιαζόμενα άλλα μεν ρίπτονται εις ασθενείας, άλλα δε εις την αδικίαν, η οποία κατάγεται από τον εκτροχιασμόν. Τι λοιπόν εννοούμεν; Άραγε, αγαπητοί μου φίλοι, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν να υπάρξη φύσις θνητής ψυχής, η οποία θα ημπορέση να φέρη την μεγαλιτέραν κυριαρχίαν μεταξύ των ανθρώπων, όταν είναι νεαρά και ανυπεύθυνος, ώστε να μη φορτωθή από την μεγαλιτέραν ασθένειαν, δηλ. την ανοησίαν, ο νους της και να τρέφη μίσος προς τους πλησιεστάτους φίλους της, το οποίον, όταν συμβή, αμέσως καταστρέφει αυτήν και εξαφανίζει την δύναμίν της; Αυτό λοιπόν να προσέξουν και να εύρουν το μέτριον, είναι ιδιότης των μεγάλων νομοθετών. Εφ' όσον λοιπόν είναι δυνατόν να το ερμηνεύσωμεν τόρα, έν τόσον παλαιόν γεγονός, ιδού τι φαίνεται να είναι αυτό.
Τι πράγμα;
Ότι υπάρχει κάποιος θεός φροντίζων διά σας, ο οποίος, επειδή προβλέπει τα μέλλοντα, εφύτευσε εις τον τόπον σας διδυμικήν την γέννησιν τον βασιλέων από μονογενή, και την περιώρισε περισσότερον εις το μέτριον. Και κατόπιν πάλιν κάποια ανθρωπίνη φύσις ανάμικτος με κάποιαν θείαν δύναμιν, αφού ενόησε ότι η εξουσία σας είχε ακόμη κάποιαν φλεγμονήν, αναμιγνύει την σώφρονα δύναμιν του γήρατος με την αυθάδη ρωμαλεότητα της γενεάς, δηλαδή των εικοσιοκτώ δημογερόντων, την οποίαν κατέστησε ισόψηφον με την δύναμιν των βασιλέων εις τα κυριώτερα ζητήματα. Ο δε τρίτος σωτήριος παράγων του τόπου σας βλέπων ότι η εξουσία ήτο ακόμη σπαργωμένη και αχαλίνωτος έβαλε μέσα εις αυτήν ωσάν χαλινόν την δύναμιν των εφόρων, την οποίαν επλησίασε προς κληρωτήν δύναμιν. Λοιπόν συμφώνως με αυτήν η βασιλεία εις τον τόπον σας έγινε ανάμικτος (συνταγματική) και αποκτήσασα μέτρον, και αυτή εσώθη και εις τους άλλους έγινε αιτία σωτηρίας. Άλλως βεβαίως επί Τημένου και Κρεσφόντου και των τότε νομοθετών, οποιοιδήποτε και αν νομοθετούν, δεν θα εσώζετο ούτε η μερίς του Αριστομένους. Διότι δεν ήσαν αρκετά έμπειροι νομοθέται. Δηλαδή αυτοί σχεδόν δεν εσκέφθησαν να συγκρατήσουν με όρκων ψυχήν νεαράν, όταν καταλάβη την εξουσίαν, από την οποίαν ήτο δυνατόν να παραχθή τυραννία. Τόρα όμως ο θεός έδειξε οποία έπρεπε και πρέπει μάλιστα να είναι η αρχή η οποία θέλει να διατηρηθή. Το να εννοούνται δε αυτά από ημάς, καθώς είπα προηγουμένως, αν γίνεται τόρα, δεν αποτελεί καμμίαν σοφίαν. Διότι το να παρατηρή κανείς από εκτελεσθέν παράδειγμα δεν είναι διόλου δύσκολον. Εάν όμως υπήρχε κανείς να το προβλέψη τότε και να ημπορέση να μετριάση τας αρχάς και να τας κάμη μίαν από τρεις, και τα ορθώς εννοηθέντα τότε θα έσωζαν τα πάντα και ίσως δεν θα ήρχετο εναντίον της Ελλάδος ούτε η Περσική ούτε καμμία άλλη εκστρατεία, διότι μας επεριφρόνησε και μας εθεώρησε μηδαμινούς.
Λέγεις την αλήθειαν.
Τουλάχιστον αισχρώς τους απέκρουσαν, φίλε μου Κλεινεία. Όταν δε λέγω αισχρώς, δεν εννοώ ότι δεν ενίκησαν οι τοτινοί λαμπράς μάχας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν, αλλά το εξής εννοώ αισχρόν, πρώτον δηλαδή ότι, ενώ εκείναι αι πολιτείαι ήσαν τρεις, μία υπερήσπισε την Ελλάδα, αι δε δύο ήσαν τόσον πολύ διεφθαρμέναι, ώστε η μεν μία παρεμπόδιζε και την Λακεδαίμονα να βοηθήση αυτήν, διότι επολεμούσε εναντίον της με όλας τας δυνάμεις, η δε άλλη, η οποία κατά τους χρόνους εκείνους της διανομής ήτο η πρώτη, δηλαδή το Άργος, ενώ προσεκλήθη να αποκρούση τους βαρβάρους, ούτε ακρόασιν έδωκε ούτε εβοήθησε. Θα ημπορούσε δε κανείς πολλά να αναφέρη και να κατηγορήση την Ελλάδα ότι συνέβησαν πολύ επαισχύντως εις εκείνον τον πόλεμον, και ούτε πάλιν ημπορεί να ειπή ορθώς ότι η Ελλάς αντέκρουσε τον εχθρόν. Αλλ' εάν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι δεν απέκρουαν την επικειμένην υποδούλωσιν, σχεδόν τόρα πλέον θα ήσαν ανάμικτα όλα τα γένη των Ελλήνων και μεταξύ των και βάρβαρα μεταξύ Ελλήνων και Ελληνικά μεταξύ βαρβάρων, καθώς εις τας χώρας, τας οποίας σήμερον κυριαρχούν οι Πέρσαι, κατοικούν ανομοιογενή και συμφυρόμενα με κακήν διανομήν. Αυτά, καλέ Κλεινία και Μέγιλλε, έχομεν να κατακρίνωμεν εις τους αρχαίους πολιτικούς λεγομένους και νομοθέτας και εις τους σημερινούς, διά να ζητούμεν τας αιτίας των και να ευρίσκωμεν τι άλλο έπρεπε να πράξουν έξω από αυτά. Καθώς μάλιστα και τόρα είπαμεν ότι δεν πρέπει να νομοθετήσωμεν μεγάλας εξουσίας ούτε αμιγείς, σκεφθέντες ότι η πολιτεία πρέπει να είναι ελευθέρα, και ο νομοθέτης αυτό πρέπει να έχη υπ' όψει του, όταν νομοθετή. Ας μη απορούμεν δε πώς έως τόρα πολλάς φοράς επροτείναμεν μερικάς προτάσεις και είπαμεν ότι αυτάς πρέπει να έχει υπ' όψει του ο νομοθέτης, όταν νομοθετή, και όμως όλα όσα επροτιμήσαμεν να προτείνωμεν δεν είναι πάντοτε τα ίδια. Αλλά πρέπει να συλλογισθώμεν ότι, όταν ειπούμεν ότι πρέπει να έχωμεν υπ' όψει την σωφροσύνην ή την φρόνησιν ή την φιλίαν, δεν είναι διάφορος αυτός ο σκοπός μας, αλλά ο ίδιος, και μάλιστα και άλλαι πολλαί παρόμοιαι λέξεις αν λέγωνται, ας μη μας ταράττουν διόλου.
Θα προσπαθήσωμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις αναθεωρούντες τας συζητήσεις. Και τόρα δε ομοίως ας ιδούμεν περί φιλίας και φρονήσεως και ελευθερίας, τι εννοούσες, όταν έλεγες ότι πρέπει να τας λάβη υπ' όψιν του ο νομοθέτης, λέγε το.
Λοιπόν άκουσε τόρα. Υπάρχουν δύο είδη πολιτευμάτων ωσάν μητέρες, από τας οποίας εάν ειπούμεν ότι παράγονται όλα τα άλλα, θα ελέγαμεν ορθά, και το μεν έν είναι ορθόν να ονομάζεται μοναρχία, το δε άλλο δημοκρατία. Και την μεν μίαν την εξασκεί εις το έπακρον το έθνος των Περσών, την δε άλλην ημείς. Όλαι δε αι άλλαι σχεδόν, καθώς είπα, αποτελούν παραλλαγάς τούτων, επομένως είναι πρέπον και ανάγκη να μετέχη και από τα δύο αυτά, εάν πρόκειται να υπάρχη ελευθερία και φιλία μαζί με φρόνησιν. Λοιπόν το εξής θέλει να μας επιβάλη ο λόγος μας, δηλαδή λέγει ότι μία πόλις μη έχουσα μερίδιον από αυτά δεν είναι δυνατόν να πολιτευθή καλώς.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;
Αφού λοιπόν το μεν έν ησπάσθη την μοναρχίαν, το δε άλλο την ελευθερίαν περισσότερον από όσον έπρεπε, κανέν από τα δύο δεν κατέχει τα μέτρια από αυτάς. Τα ιδικά σας όμως πολιτεύματα, δηλαδή και της Λακωνικής και της Κρήτης, κατέχουν περισσότερον τα μέτρια, οι Αθηναίοι όμως και οι Πέρσαι τον παλαιόν μεν καιρόν ήσαν όμοιοι, τόρα όμως πολύ ολίγον. Τας αιτίας δε αυτάς ας τας εξετάσωμεν. Δεν είναι έτσι;
Βεβαιότατα, εάν βεβαίως πρόκειται να τελειώσωμεν το ζήτημά μας.
Ας ακούσωμεν λοιπόν. Δηλαδή οι Πέρσαι, όταν εφύλατταν τον μέτριον βαθμόν της δουλείας και ελευθερίας επί Κύρου, πρώτον μεν αυτοί ήσαν ελεύθεροι, έπειτα δε κυρίαρχοι πολλών άλλων. Διότι οι άρχοντες μετέδιδαν την ελευθερίαν εις τους εξουσιαζομένους και σύροντες αυτούς μάλλον προς την ισότητα ήσαν φίλοι οι στρατιώται με τους στρατηγούς και προθύμως επρόσφεραν τον εαυτόν των εις τους κινδύνους. Και πάλιν, εάν μεταξύ αυτών υπήρχε κανείς συνετός και ικανός να είναι σύμβουλος, δεν ήτο φθονερός ο βασιλεύς, αλλά του έδιδε θάρρος και ετίμα τους ικανούς να τον συμβουλεύσουν εις κάτι τι, και παρεχώρει κοινώς εις όλους το αξίωμα της φρονήσεως, διά τούτο ακριβώς και όλα τα πράγματα προώδευσαν εις την χώραν ένεκα της ελευθερίας και της φιλίας και της ανταλλαγής σκέψεων.
Φαίνεται κάπως ότι έτσι έγιναν όσα λέγεις.
Πώς λοιπόν πάλιν κατεστράφησαν επί Καμβύσου και πάλιν επί Δαρείου σχεδόν διεσώθησαν, θέλετε να τα σκεφθώμεν μεταχειριζόμενοι κάπως μαντικήν σκέψιν;
Τουλάχιστον το ζήτημα εις το οποίον εφθάσαμεν προκαλεί αυτήν την εξέτασιν.
Τόρα λοιπόν μαντεύω περί του Κύρου ότι εις τα άλλα μεν ήτο στρατηγός καλός και φιλόπατρις, αλλά δεν έλαβε διόλου ορθήν εκπαίδευσιν και εις την οικιακήν οικονομίαν δεν επρόσεξε διόλου.
Πώς λοιπόν να το εξηγήσωμεν αυτό;
Φαίνεται ότι εκ νεαράς ηλικίας εις όλην του την ζωήν έκαμνε εκστρατείας, και παρέδωκε τους υιούς του εις τας γυναίκας του, διά να τους ανατρέφουν, εκείναι δε τους ανέτρεφαν ως να ήσαν πλέον ευτυχείς αμέσως από την παιδικήν των ηλικίαν και αξιομακάριστοι και να μη στερούνται τίποτε από αυτά. Επειδή δε εμπόδιζαν τον καθένα να εναντιώνεται εις αυτούς, διότι δήθεν ήσαν όσον χρειάζεται ευτυχείς, και επειδή ηνάγκαζαν όλους να επιδοκιμάζουν παν ό,τι έλεγαν ή έπρατταν αυτοί, τους έκαμαν διά της ανατροφής των τοιούτου είδους ανθρώπους.
Ωραίαν, καθώς φαίνεται, ανατροφήν ανέφερες.
Βεβαίως θηλυπρεπή από βασιλικάς γυναίκας, νεοπλούτους και εν απουσία των ανδρών των ανατρεφούσας τους παίδας των, διότι εκείνοι δεν ευκαιρούν εξ αιτίας των πολέμων και των πολλών κινδύνων.
Αυτό είναι λογικόν.
Ο δε πατήρ των πάλιν μεν ποίμνια και πρόβατα και αγέλας και ανθρώπων και άλλων πολλών ζώων είχε πολλά, οι υιοί του όμως, εις τους οποίους επρόκειτο να τα παραδώση, δεν εγνώριζε, ότι δεν ανατρέφονται εις την πατροπαράδοτον τέχνην, η οποία ήτο Περσική, διότι οι Πέρσαι ήσαν ποιμένες, επειδή εγεννήθησαν εις χώραν ορεινήν, τραχείαν και ικανήν να παρουσιάση ποιμένας πολύ δυνατούς και ικανούς να ξενυχτούν και να αγρυπνούν και, όταν γίνη ανάγκη, να εκστρατεύουν. Δεν αντελήφθη δε ότι τα παιδιά του επήραν διεφθαρμένην Μηδικήν ανατροφήν εξ αιτίας της φαινομενικής ευτυχίας των από τας γυναίκας και τους ευνούχους. Δι' αυτό έγιναν ό,τι ήτο επόμενον να γίνουν, αφού επήραν ανατροφήν χωρίς επιπλήξεις. Καθώς λοιπόν ήτο επόμενον, αφού μετά τον θάνατον του Κύρου ανέλαβαν οι παίδες του την εξουσίαν φορτωμένοι από τρυφηλότητα και μη δεχόμενοι παρατηρήσεις, πρώτον μεν ο είς εφόνευσε τον άλλον μη ανεχόμενος την ισότητα (1), κατόπιν δε ο ίδιος παραφρονήσας από την μέθην και την απαιδευσίαν εστερήθη την κυριαρχίαν από τους Μήδους και από τον λεγόμενον τότε ευνούχον, ο οποίος επεριφρόνησε την μωρίαν του Καμβύσου.
Βεβαίως λέγονται αυτά, και σχεδόν φαίνεται ότι έγιναν κατ' αυτόν τον τρόπον.
Και όμως λέγεται βεβαίως ότι πάλιν η εξουσία περιήλθε εις τους Πέρσας διά μέσου του Δαρείου και των επτά οπαδών του.
Αμέ τι άλλο;
Ας συλλογιζώμεθα λοιπόν, ενώ παρακολουθούμεν τον λόγον. Δηλαδή ο Δαρείος δεν ήτο βασιλόπαις ούτε ανετράφη με τρυφηλήν μόρφωσιν, όταν δε ανήλθε εις την εξουσίαν και κατέλαβε αυτήν επί κεφαλής των επτά, την εχώρισε εις επτά μέρη, από τα οποία και σήμερον ακόμη σώζονται μερικά ίχνη. Και, αφού εθέσπισε νόμους, εθεώρησε δίκαιον να απονέμη κάποιαν ισότητα κοινήν εις όλους, και την φορολογίαν, την οποίαν είχεν υποσχεθή ο Κύρος εις τους Πέρσας, την εστερέωσε διά νόμου, προμηθεύων εις όλους τους Πέρσας φιλίαν και επιμιξίαν και προσελκύων τον δήμον των Περσών με χρήματα και με δωρεάς. Διά τούτο λοιπόν τα στρατεύματά του με προθυμίαν του κατέκτησαν χώρας όχι ολιγωτέρας από όσας είχε αφήσει ο Κύρος. Μετά τον Δαρείον όμως ήλθε εις την εξουσίαν ο Ξέρξης, όστις ανετράφη πάλιν με την βασιλικήν και την τρυφηλήν εκπαίδευσιν: Καϊμένε Δαρείε – ίσως είναι πολύ δίκαιον να ειπούμεν – συ που δεν εσωφρονίσθης από το πάθημα του Κύρου, αλλά ανέθρεψες τον Ξέρξην με τας ιδίας συνηθείας, με τας οποίας και ο Κύρος τον Καμβύσην. – Αυτός λοιπόν, επειδή έλαβε την ιδίαν ανατροφήν, έπαθε τα ίδια με τα παθήματα του Καμβύσου. Και σχεδόν από τότε δεν ανεφάνη πλέον εις την Περσίαν βασιλεύς πραγματικώς μέγας, παρά μόνον ονομαστικώς. Αιτία δε δεν είναι η τύχη, καθώς νομίζω εγώ, αλλά ο κακός βίος, τον οποίον διάγουν συνήθως οι παίδες των υπερβολικά πλουσίων και των τυράννων. Διότι είναι τελείως αδύνατον να μορφωθή με αυτήν την ανατροφήν ποτέ παις και ανήρ και γέρων υπερέχων κατά την αρετήν. Τα οποία βεβαίως, φρονούμεν, πρέπει να τα σκεφθή ο νομοθέτης, ομοίως δε και ημείς προς το παρόν. Λοιπόν είναι δίκαιον, ω Λακεδαιμόνιοι, τούτο τουλάχιστον να αποδώσωμεν εις την ιδικήν σας πολιτείαν, ότι δηλαδή καμμίαν διαφορετικήν τιμήν και ανατροφήν δεν αποδίδετε εις τον πτωχόν και τον πλούσιον ή εις τον ιδιώτην και τον βασιλέα, παρά μόνον όσας εξ αρχής ο θείος νομοθέτης σας ενεπιστεύθη από κάποιον θεόν. Διότι βεβαίως δεν πρέπει να υπάρχουν εις μίαν πόλιν τιμαί υπερβολικαί, καθ' όσον κανείς υπερτερεί κατά τον πλούτον, αφού δεν υπάρχουν ούτε καθ' όσον είναι ταχύς ή ωραίος ή ισχυρός χωρίς κάποιαν αρετήν, ούτε με την αρετήν, αν δεν συνυπάρχη η σωφροσύνη.
Πώς το εννοείς αυτό, καλέ Ξένε;
Η ανδρεία, αν δεν απατώμαι, είναι έν μέρος της αρετής;
Και πώς δεν είναι;
Λοιπόν δίκασε μόνος σου τον λόγον μου, αφού τον ακούσης, αν δηλαδή συ θα παρεδέχεσο να έχης κανένα σύνοικον ή γείτονα υπερβολικά μεν ανδρείον, συγχρόνως όμως όχι σώφρονα, αλλά ακόλαστον.
Κλείσε το στόμα σου και μη ασεβείς.
Αλλά πάλιν; Ένα τεχνίτην και σοφόν εις τοιαύτα πράγματα, άδικον όμως;
Διόλου μάλιστα.
Και όμως το δίκαιον δεν φυτρώνει χωρίς σωφροσύνην.
Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;
Ούτε βεβαίως αυτός ο σοφός, τον οποίον ημείς ωρίσαμεν προ ολίγου, δηλαδή ο οποίος έχει ηδονάς και λύπας συμφώνους και συμβιβαζομένας με τον ορθόν λόγον.
Βεβαίως ούτε αυτός.
Ας εξετάσωμεν όμως ακόμη και το εξής χάριν των εκτιμήσεων της κοινωνίας, διά να ιδούμεν ποίαι είναι ορθαί και ποίαι όχι εκάστοτε.
Ποίον δηλαδή;
Η σωφροσύνη, εάν απομονωθή μέσα εις καμμίαν ψυχήν χωρισμένη από όλην την άλλην αρετήν, είναι δίκαιον να θεωρήται πολύτιμον πράγμα ή ουτιδανόν;
Δεν γνωρίζω πώς να απαντήσω.
Και όμως αυτό είναι αρκετή απάντησις. Δηλαδή, οποιονδήποτε και αν απαντήσης από αυτά τα δύο που σε ηρώτησα, μου φαίνεται ότι θα ομιλήσης με δυσαρμονίαν.
Τότε λοιπόν ίσως έκαμα καλά.
Ας είναι. Λοιπόν το προτέρημα, εις το οποίον ανήκουν αι τιμαί και αι ατιμίαι, ίσως δεν είναι άξιον να συζητηθή με λόγον, αλλά μάλλον με κάποιαν άφωνον σιγήν.
Μου φαίνεται ότι θα εννοής την σωφροσύνην.
Μάλιστα. Και βεβαίως εκείνο το οποίον μας ωφελεί πάρα πολύ θα ήτο ορθόν προ πάντων να τιμάται μαζί με το προτέρημά του, το δε δεύτερον κατά δεύτερον λόγον. Και ούτω λοιπόν καθεξής με την ιδίαν αναλογίαν, εάν λαμβάνη έκαστον τας τιμάς, θα τας ελάμβανε όρθιος.
Είναι καθώς λέγεις.
Τι λοιπόν; Δεν θα παραδεχθώμεν ότι είναι έργον του νομοθέτου να μοιράζη και αυτά;
Πολύ μάλιστα.
Θέλεις λοιπόν να αφήσωμεν εις εκείνον να τα κανονίση όλα και διά το όλον εκάστου έργου και διά τας λεπτομερείας του, ημείς δε, αφού και οι ίδιοι είμεθα κάπως ερασιτέχναι των νόμων, να προσπαθήσωμεν να εκτελέσωμεν την τριχοτόμησιν και χωρίσωμεν χωριστά τα μεγαλίτερα και τα δεύτερα και τα τρίτα;
Βεβαιότατα.
Λοιπόν ορίζομεν ότι μία πολιτεία, η οποία τυχόν πρόκειται να σωθή και να ευτυχήση, είναι πρέπον και αναγκαίον, όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον, να μοιράζη ορθώς τας τιμάς και τας ατιμίας. Και βεβαίως ορθόν είναι να θεωρούνται τιμαλφέστερα και πρώτα τα αγαθά τα περιστρεφόμενα εις την ψυχήν, όταν αυτή έχη σωφροσύνην, δεύτερα δε τα καλά και αγαθά τα περιστρεφόμενα εις το σώμα, και τρίτα τα αναφερόμενα εις την περιουσίαν και τα κινητά. Από αυτά δε εάν κανείς νομοθέτης ή πολιτεία εκτροχιάζεται και προτάσση εις τας τιμάς τα κινητά ή κανέν άλλο από τα τελευταία, δεν θα κάμη ούτε ευσεβή ούτε πολιτικήν πράξιν. Αυτά να ειπούμεν ή πώς αλλέως;
Πολύ καθαρά μάλιστα να τα ειπούμεν.
Бесплатно
Установите приложение, чтобы читать эту книгу бесплатно
На этой странице вы можете прочитать онлайн книгу «Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B», автора Платона. Данная книга имеет возрастное ограничение 12+, относится к жанрам: «Зарубежная классика», «Зарубежная старинная литература».. Книга «Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B» была издана в 2017 году. Приятного чтения!
О проекте
О подписке